- Ιορδανία
- Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας
Έκταση: 92.300 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 5.307.470 (2002)
Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη (Παλαιστινιακή Αρχή), στα Β με τη Συρία, στα ΒΑ με το Ιράκ και στα Α με τη Σαουδική Αραβία.Η Ι. έχει λάβει την ονομασία της από τον ποταμό Ιορδάνη, καθώς ο ποταμός έχει ζωτική σημασία για τη χώρα. Το έδαφός της εκτείνεται στις ορεινές περιοχές που βρίσκονται στα Α του βυθίσματος της Νεκράς θάλασσας, εισχωρώντας ωστόσο για περίπου 200 χλμ. προς τα ΒΑ, σαν σφήνα ανάμεσα στη Συρία, στη Σαουδική Αραβία και στο Ιράκ. Από τις χώρες αυτές χωρίζεται με σύνορα που αποτελούν ευθεία γραμμή, συμβατικά και χαραγμένα αμέσως μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ρύθμιση αυτή έγινε με τη θέληση της Μεγάλης Βρετανίας, που ενδιαφερόταν να σχηματιστεί ένα κράτος στα Α της Παλαιστίνης για την καλύτερη άμυνα ενάντια στις επιδρομές των Αράβων νομάδων και παρείχε συγχρόνως την εγγύηση της δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ του Ιράκ και της Παλαιστίνης, καθώς και της ασφάλειας του πετρελαιαγωγού που κατέληγε στη Χάιφα.
Στα Δ τα σύνορα με το κράτος του Ισραήλ καθορίστηκαν μετά τη σύγκρουση του 1948, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να επεκτείνει η Ι. (τότε Βασίλειο της Υπεριορδανίας) την επικυριαρχία της σε 6.600 τ. χλμ. παλαιστινιακών εδαφών, που περιλάμβαναν σχεδόν ολόκληρη τη Σαμάρεια, μέρος της Ιουδαίας, περιέκλειαν τον αρχαίο πυρήνα της Ιερουσαλήμ και τμήμα της αρχαίας Ιδουμαίας, εδάφη δηλαδή που χαρακτηρίζονται συλλογικά με την ονομασία Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι. Μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών του Ιουνίου 1967 τα εδάφη αυτά κατέχονται από τους Ισραηλινούς μέχρι τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη.Η Ι. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 12 επαρχίες, που είναι οι εξής (σε παρένθεση η ιορδανική ονομασία και ο πληθυσμός των επαρχιών το 1999): Αϊλούν (Αjlun, 108.780), Αλ Άκαμπα (al Αqabah, 98.490), Αλ Ζαρκά (al Ζarqa, 770.770), Αλ Καράκ (al Κarak, 196.980), Αλ Μαφράκ (al Μafraq, 225.890), Αλ Μπαλκά (al Βalqa, 321.440), Αλ Ταφιλάχ (al Τafilah, 74.480), Αμμάν (Αmman, 1.864.450), Ίρμπιντ (Ιrbid, 874.160), Μαάν (Μa’an, 95.550), Μάνταμπα (Μadaba, 124.950), Τζαράς (Jarash, 144.060).Επίσημη γλώσσα της Ι. είναι η αραβική. Το 98% του πληθυσμού είναι Άραβες, ενώ από 1% είναι οι Κιρκάσιοι και οι ΑρμένιοιΤυπικά, το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ι. κυβερνάται με ένα σύστημα που βασίζεται στις αρχές της συνταγματικής μοναρχίας. Το σημερινό σύνταγμα, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952, προβλέπει τη διάκριση των εξουσιών, εγγυάται όλα τα βασικά δικαιώματα καθώς και την πολιτική τάξη με σύγχρονους προσανατολισμούς. Στην πράξη, ωστόσο, η κυρίαρχη θέση της βασιλικής αυλής έχει σφραγίσει την πολιτική ζωή της χώρας προς διαφορετικές κατευθύνσεις περιορίζοντας τα προνόμια του κοινοβουλίου στο ελάχιστο, όπως άλλωστε και κάθε άλλη μορφή ελεύθερης εκπροσώπησης. Η υπερίσχυση της μορφής του βασιλιά, ο ρόλος του οποίου είναι ένα κράμα δεσποτισμού και πατερναλισμού, υπήρξε βέβαια και αποτέλεσμα της δύσκολης διαδικασίας ενσωμάτωσης του αρχικού τμήματος του κράτους (Υπεριορδανία) με το παλαιστινιακό τμήμα (Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι.), το οποίο προσαρτήθηκε το 1949 και χάθηκε το 1967, μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών.
Ο θρόνος ανήκει στη χασεμιτική δυναστεία, στο πρόσωπο του διαδόχου του βασιλιά Αμπντουλάχ ιμπν αλ Χουσεΐν· πρόκειται για διαδοχή η οποία βασίζεται στο σύστημα της αρρενογονίας, περνώντας ενδεχομένως από τον θεσμό της αντιβασιλείας, σε περίπτωση που ο διάδοχος του θρόνου δεν είναι ενήλικος. Ο σημερινός μονάρχης είναι ο Αμπντάλα (Αμπντουλάχ Β’), γιος του Χουσεΐν, που ανακηρύχθηκε βασιλιάς στις 7 Φεβρουαρίου 1999· διάδοχος είναι ο ετεροθαλής αδελφός του, Χαμτζάχ. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο βασιλιάς μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του είτε σε αντιβασιλέα είτε σε ένα συμβούλιο του στέμματος. Ο βασιλιάς είναι αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, διορίζει τον πρωθυπουργό και τα μέλη της γερουσίας, επικυρώνει τους νόμους, συγκαλεί και διαλύει τη βουλή και τη γερουσία, συνάπτει τις διεθνείς συμβάσεις και ασκεί τις εξουσίες του με διατάγματα (ιραντάτ). Η εκτελεστική εξουσία, όμως, ανήκει στην κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη απέναντι στη βουλή για τα θέματα γενικής πολιτικής· η ψήφος εμπιστοσύνης απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων. Η βουλή (80 μέλη) εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία και η θητεία της διαρκεί τέσσερα χρόνια. Το δικαίωμα ψήφου είναι καθολικό από την ηλικία των 20 ετών. Η γερουσία (40 μέλη) διορίζεται από τον βασιλιά· οι γερουσιαστές επιλέγονται από τον βασιλιά ανάμεσα στις πιο εξέχουσες φυσιογνωμίες του πολιτικού, του δικαστικού, του διπλωματικού και του στρατιωτικού χώρου και η θητεία της είναι τετραετής.Μετά τις εκλογές που διενεργήθηκαν τον Νοέμβριο του 1997 την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αμπού Ραγκχέμπ Αλί. Τα κυριότερα κόμματα που συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία ήταν οι Ανεξάρτητοι Υποψήφιοι, το Εθνικό Συνταγματικό Κόμμα, το Ιορδανικό Αραβικό Μπάαθ Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ιορδανικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα και το Αραβικό Κόμμα της Υπαίθρου.Το ιορδανικό δίκαιο έχει τη βάση του στο ισλαμικό δίκαιο αλλά έχει δεχτεί και σημαντικές επιρροές από το γαλλικό. Τα κοινά δικαστήρια είναι διαρθρωμένα σε τρεις βαθμούς: το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο κατέχει την κορυφή της δικαστικής εξουσίας, και δύο εφετεία· τα πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι διαιρεμένα σε δύο κατηγορίες, τα ποινικά και τα αστικά, ανάλογα με την ουσία των υποθέσεων που δικάζουν. Επίσης υπάρχει και ειδικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται για εδαφικές διαφορές. Όλοι οι δικαστές διορίζονται από τον βασιλιά, έχουν όμως απόλυτη ανεξαρτησία στην άσκηση του λειτουργήματός τους. Το δικαστικό σύστημα περιλαμβάνει, παράλληλα με τα κοινά δικαστήρια, και τα επονομαζόμενα δικαστήρια Σαρία, με δικαιοδοσία στους σουνίτες μουσουλμάνους για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την προσωπική τους κατάσταση, την πληρωμή του τιμήματος του αίματος (ντίγια), καθώς και με τα θρησκευτικά αγαθά (ουάκφ). Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων Σαρία ανάγεται σε έναν οθωμανικό νόμο του 1913. Για τις μη μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες υπάρχουν ειδικά δικαστήρια.Παρότι η Ι. έχει απαρνηθεί κάθε ομολογία μιας επίσημης πίστης και δέχεται την απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, ο ισλαμισμός εξακολουθεί να είναι η θρησκεία του κράτους, όπως και η ισλαμική πίστη είναι η πίστη της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού (περ. 94%). Εκτός αυτού, στον αραβικό κόσμο η μοναρχική μορφή εξουσίας έχει μια αδιόρατη αλλά σταθερή θεοκρατική βάση, που θεωρεί και τον βασιλιά ως έναν απόγονο του Μωάμεθ, δημιουργώντας έτσι μια ασφαλέστερη υποδομή λαϊκής νομιμοποίησης. Οι μουσουλμάνοι της Ι. είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους σουνίτες (με μια μειονότητα σιιτών της τάξης του 2%) και αναγνωρίζουν τη θρησκευτική εξουσία του μεγάλου μουφτή της Ιερουσαλήμ. Οι χριστιανοί των διαφόρων δογμάτων φτάνουν το 6% και είναι κυρίως ορθόδοξοι.Η διδασκαλία γίνεται στην αραβική γλώσσα, η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική με δεκαετή διάρκεια. Είναι χωρισμένη σε έναν οκταετή και σε έναν διετή κύκλο. Ο αναλφαβητισμός έχει υποχωρήσει κάτω από το 10%, παρά την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και τις υψηλές δαπάνες για την άμυνα. Η μέση εκπαίδευση είναι τριετής και συνεχίζει σε αυτήν περίπου το 80% των μαθητών και μαθητριών της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Υπάρχει επίσης ένας τριετής κύκλος σπουδών για όσους πρόκειται να συνεχίσουν στο πανεπιστήμιο. Η χώρα διαθέτει 9 πανεπιστήμια, με σημαντικότερα το πανεπιστήμιο της Ι. στο Αμμάν (ιδρύθηκε το 1962), το πανεπιστήμιο του Μουτάχ επίσης στο Αμμάν (1981) και το Ιορδανικό Πολυτεχνείο (1976) στο Ίρμπιντ.Στην Ι. ο στρατός δεν είναι μόνο ένα όργανο άμυνας του κράτους απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς· στην πραγματικότητα, ο στρατός στάθηκε ο ασφαλέστερος αμυντικός παράγοντας για τον χασεμιτικό θρόνο, γιατί, συν τοις άλλοις, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Συρία και στο Ιράκ, αποδείχθηκε ελάχιστα επιρρεπής στη διάβρωση από διάφορες εθνικιστικές και δημοκρατικές θεωρίες, που είχαν κερδίσει έδαφος στη Μέση Ανατολή ύστερα από το προηγούμενο των ελεύθερων αξιωματικών της Αιγύπτου. Εκπαιδευμένος την εποχή της αποικιοκρατίας από τη Μεγάλη Βρετανία, ο ιορδανικός στρατός διατήρησε και μετά την ανεξαρτητοποίηση του βασιλείου τις βρετανικές εκπαιδευτικές μεθόδους και είχε επικεφαλής, μέχρι το 1956, έναν Βρετανό: τον περίφημο Γκλαμπ πασά. Από το 1966 άρχισε να εφαρμόζεται η κατ’ επιλογήν στρατολογία. Η σπονδυλική στήλη του στρατεύματος αποτελείται από την Αραβική Λεγεώνα, στις τάξεις της οποίας μάχονται στρατιώτες που προέρχονται από τις φυλές των βεδουίνων, είναι απόλυτα πιστοί στον θρόνο και ιδιαίτερα κατάλληλοι για τον πόλεμο της ερήμου.
Ο στρατός διαθέτει 90.000 άνδρες, η αεροπορία 13.500 και το ναυτικό 480. Η αεροπορία είναι υπερσύγχρονη και χρησιμοποιεί αεροπλάνα αμερικανικής και βρετανικής κατασκευής, όπως μαχητικά F-16 κλπ. Το ναυτικό έχει τη βάση του στο λιμάνι της Άκαμπα, αλλά έχει περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες, καθώς άλλωστε η ακτογραμμή της χώρας περιορίζεται μόλις στα 26 χλμ. Η Ι. λαμβάνει σημαντική στρατιωτική οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ.Η γεωλογική δομή του ιορδανικού εδάφους είναι αρκετά απλή: μια ομοιόμορφη έκταση αιολικών (ψαμμίτες) και θαλάσσιων (ασβεστόλιθοι) μεσοζωικών ιζημάτων, που βρίσκονται στην πιο αρχαία κρυσταλλοπαγή βάση του τριτογενούς.
Αυτή όμως, με παλινδρόμηση κατακερματίστηκε βαθιά στις δυτικές παρυφές, σχηματίζοντας την κοιλότητα που σήμερα καταλαμβάνεται από τη Νεκρά θάλασσα και καθορίζοντας την έξοδο εκείνων των ηφαιστειακών μαγμάτων που καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις, προπάντων στην Υπεριορδανία.
Σε αυτές τις αρκετά απλές από δομική πλευρά μορφές επέδρασε η επιφανειακή διάβρωση των νερών, σχετικά έντονη κατά τη διάρκεια μερικών γνωστών φάσεων του τεταρτογενούς, η οποία έσκαψε τάφρους και βαθείς ποτάμιους λαιμούς, καρστικοποιώντας ευρύτατα τους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς και συσσωρεύοντας τα υλικά αποσύνθεσης (τις κόκκινες γαίες) στον βυθό των κοιλοτήτων, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθεί πολύ το έδαφος, που έμεινε ουσιαστικά το ίδιο έως τις ημέρες μας, εξαιτίας της μικρής εξωγενούς δράσης από την προοδευτική ξήρανση του κλίματος.Το έδαφος της Ι. περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στις πεδινές ζώνες που αποτελούν τη συροαραβική ερημική περιοχή, η οποία αποτελείται δομικά από τους ιζηματογενείς και ηφαιστειακούς σχηματισμούς που εναποτέθηκαν στην αραβονουβιακή ασπίδα. Προς τα Δ η συνέχεια της πεδινής περιοχής διακόπτεται από τα ανάγλυφα που σχηματίζουν την παρυφή του παλαιστινιακού τεκτονικού βαθυπέδου, τμήμα της συροαφρικανικής τάφρου. Από αυτήν το ιορδανικό έδαφος καταλαμβάνει όλο το ανατολικό τμήμα της, από τη λίμνη Τιβεριάδα έως τον κόλπο της Άκαμπα. Εξάλλου περιλαμβάνει την Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι., τμήμα που αντιστοιχεί στη Σαμάρεια και στην Ιουδαία, σύμφωνα με ιστορικοπολιτικά σύνορα που έπαψαν να ισχύουν ύστερα από τις στρατιωτικές επεμβάσεις των τελευταίων ετών. Αποτέλεσμα είναι μια αξιοσημείωτη γεωγραφική ενότητα, που χαρακτηρίζεται από ομοιόμορφους χαμηλούς ορίζοντες, οι οποίοι διακόπτονται μόνο από τις γυμνές και ερημικές κορυφές των ασβεστολιθικών τελ. Μόνο στις ανατολικές παρυφές του διαμήκους ρήγματος ευθυγραμμίζονται ακανόνιστα ανάγλυφα (Μοάβ, Ες Σάρα) που ξεπερνούν συχνά τα 1.500 μ. (Τζέμπελ ελ Ατάιτα, 1.641 μ., Τζέμπελ Μουμπράκ, 1.727 μ.). Προς τα Α το επίπεδο φτάνει σε ύψη που μόλις ξεπερνούν τα 1.000 μ. (Τζέμπελ ελ Χάντι, Τάρα ελ Ανιρίγιατ), για να εκφυλιστεί ύστερα με το Αρντ ες Σουάν σε μια εκτεταμένη καταβυθισμένη ζώνη, την Ουάντι ας Σιρχάν, κατά μήκος των συνόρων με το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας. Με συνεχή αντερείσματα, στους πρόποδες των οποίων υπάρχουν σερίρ που διακόπτονται από τις αμέτρητες αύλακες των ουιντιάν και από λιμναίες λεκάνες, εμφανίζεται αντίθετα η βορειοανατολική τραπεζοειδής σφήνα (Μπαντίετ) με μέσο ύψος τα 800 μ., η οποία όμως ξεπερνά τα 1.000 μ. με το Τουλούλ ελ Ασάκιφ.Η κλιματική κατάσταση της Ι. καθορίζεται από τις εναλλασσόμενες ηπειρωτικές και θαλάσσιες επιδράσεις. Πρόκειται για ένα μεταβατικό κλίμα με υπερτονισμένα τα χαρακτηριστικά της ξηρασίας καθώς προχωρούμε σταδιακά προς τα Α και προς τα Ν. Η λιγοστή υγρασία που φέρνουν οι μεσογειακές μάζες αέρα επηρεάζει κυρίως τα υψίπεδα της Ιουδαίας και της Σαμάρειας στα Δ, της Υπεριορδανίας στα Α (στα βουνά Ατζλούν παρατηρούνται από 600 ως 1.000 χιλιοστά βροχής τον χρόνο)· πιο Α, αντίθετα, κατεβαίνει κάτω από τα 200 χιλιοστά τον χρόνο και αγγίζει το όριο της απόλυτης ξηρασίας. Ιδιόρρυθμη κλιματική κατάσταση παρουσιάζει η τάφρος της Γορ η οποία, πολύ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και ανοιχτή στα Ν, εισχωρεί πάλι στο βόρειο τμήμα της υποάγονης και άγονης εξωτερικής λωρίδας. Λεπτομερώς, στα 461 χιλιοστά τον χρόνο της πρωτεύουσας αντιστοιχούν τα 162 χιλιοστά της Ιεριχούς, τα 35 χιλιοστά της Άκαμπα και τα 49 χιλιοστά της Μαάν. Η φυτική κάλυψη της χώρας είναι κατεξοχήν στεπική. Οι συνθήκες της θερμοκρασίας αντικατροπτίζουν και αυτές την ηπειρωτικότητα προς τα Α και τα Ν· στο υψίπεδο (Αμμάν) οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις είναι αξιοσημείωτες. Αλλά οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες μετριάζονται από το υψόμετρο σε σχέση με τις υψηλές θερμοκρασίες της Γορ.Εξαιρετικά φτωχή σε επιφανειακά νερά, η χώρα έχει έναν σημαντικό ποταμό, τον Ιορδάνη (Ναχρ ελ Ουρντούν), που ρέει στο βάθος της Γορ ανάμεσα στα βουνά της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας. Ονομάζεται έτσι από τις βιβλικές ονομασίες των δύο μεγαλύτερων πηγών του: Τζορ και Νταν. Πηγάζει από τη συμβολή τριών βραχιόνων (του Ναχρ ελ Μπανίγιας, του Ναχρ Νταν και του Ναχρ ελ Χασμπάνι, που κατεβαίνουν από τις νότιες πλαγιές του όρους Ερμόν) και ρέει επί 320 χλμ. έως τη Νεκρά θάλασσα, αφού διαπεράσει τη λίμνη Τιβεριάδα. Η λίμνη υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις και στις πλαγιές της κοιλάδας είναι εμφανή τα σημάδια από τις προηγούμενες στάθμες, που μπορούν να ξεπερνούν ακόμα και κατά 100 μ. τη σημερινή.
Ο μεγαλύτερος παραπόταμός του είναι ο Γιαρμούκ (ο Ιερομίακας των αρχαίων Ελλήνων, ο ρους του οποίου αποτελεί τη μεθόριο μεταξύ Ι. και Συρίας), ο οποίος συμβάλλει από αριστερά λίγα χιλιόμετρα στα Ν της λίμνης Τιβεριάδας, αφού ο ποταμός (ο οποίος ρέει ήδη περίπου 200 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας) διασχίζει την εύφορη πεδιάδα Μπετ Σε’αν για να εισχωρήσει στη συνέχεια, ύστερα από μια σειρά μαιάνδρων, στην καθαυτό Γορ, όπου δέχεται τον Φαρία από τα δεξιά και τον Γιαμπόκ (Εζ Ζέρκα), τον Σουέιμπ και τον Καφρέιν (Κουφρίνγια) στα αριστερά, οι οποίοι συντελούν στην αύξηση της παροχής του· αυτή, στην Ιεριχώ, κυμαίνεται περίπου στα 130 κ.μ. το δευτερόλεπτο κατά την εποχή των βροχών, ενώ είναι κατώτερη των 50 κ.μ. κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η φήμη του Ιορδάνη προέρχεται λοιπόν όχι τόσο από την αφθονία των νερών του (κάθε άλλο παρά άφθονων) αλλά από το γεγονός ότι στα αρχαία χρόνια ο ρους του, ορμητικός κατά την εποχή των βροχών, με άγρια δάση στις όχθες του, αποτέλεσε ένα οχυρό που δύσκολα μπορούσε να περάσει κανείς. Σήμερα, χάρη σε πολυάριθμες διώρυγες που έχουν κατασκευαστεί, αντιπροσωπεύει μια αξιοσημείωτη πλουτοπαραγωγική πηγή.Η σημερινή εδαφική επικράτεια της Ι., χάρη στη γεωγραφική της θέση, υπήρξε το επίκεντρο ζωηρών πληθυσμιακών ανταλλαγών από τις πανάρχαιες εποχές. Ιδιαίτερα η δυτική ζώνη της τάφρου της Γορ αποτελούσε σημείο διάβασης από τον νότο (Αίγυπτος) προς τον βορρά και την ανατολή (Μεσοποταμία), καθώς ανατολικότερα από τη Γορ άρχιζε η έρημος. Γνώρισε όμως σύντομα τον σχηματισμό μόνιμων ανθρώπινων οικισμών, οι μαρτυρίες ύπαρξης των οποίων φτάνουν μέχρι τη μεσολιθική εποχή, τότε που στη σημερινή έρημο της Ιουδαίας είχαν ήδη εγκατασταθεί τρωγλοδυτικές ομάδες καλλιεργητών της γης. Επιπλέον, στην Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι. ανήκει ο παλαιότερος γνωστός αστικός πολιτισμός, εκείνος που είχε ως κέντρο του την Ιεριχώ, περίπου 2 χλμ. βορειότερα από τη σημερινή ομώνυμη πόλη, αλλά όχι πολύ μακριά από τις ακτές της Νεκράς θάλασσας –που εκείνο τον καιρό θα πρέπει να ήταν πιο εκτεταμένη απ’ ό,τι είναι σήμερα– αρκετά κοντά σε μια νεροπηγή, τη βιβλική πηγή του Ελισσαίου.
Παράλληλα με τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν από κοινωνικές ομάδες με μόνιμες εστίες, έντονος υπήρξε επίσης ο νομαδισμός, τον οποίο ευνόησαν οι αχανείς στέπες· οι διάφορες εποχές που διαδέχθηκαν η μία την άλλη χαρακτηρίζονται αφενός από συνεχείς εισβολές (Ισραηλίτες, Φιλισταίοι, Ασσύριοι, Μακεδόνες, Ρωμαίοι) και αφετέρου από τους αιώνιους αγώνες ανάμεσα στους μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς και στους νομάδες. Ως αποτέλεσμα, η χώρα γινόταν διαρκώς φτωχότερη, με συνέπεια την εποχή της αραβικής εισβολής (7ος αι. μ.Χ.) να υποπέσει σε κατάσταση παρακμής. Η περίοδος των Σταυροφοριών κορυφώθηκε με την ίδρυση ενός χριστιανικού φέουδου (της Πέραν της Ι. χώρας), επειδή έτσι επιθυμούσε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1187, έτος της νίκης του Σαλαδίνου (Σαλαντίν) στο Χιτίν. Κατά τη διάρκεια των αιώνων της τουρκικής κυριαρχίας δημιουργήθηκαν πολυάριθμοι οικισμοί μικρών νομαδικών ομάδων ή και πραγματικοί αποικισμοί, όπως της Μπάλκα, όπου μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 εγκαταστάθηκε μια ομάδα Κιρκασίων, κατά μήκος του παλιού δρόμου που οδηγούσε στη Μέκκα.
Κατά τον 20ό αι. σημειώθηκε η σταδιακή επιστροφή των Εβραίων για τους οποίους η Ιερουσαλήμ στάθηκε ο σπουδαιότερος πόλος έλξης· εγκαταστάθηκαν ωστόσο κυρίως στη δυτική πλευρά του Ιορδάνη, ξεκινώντας συνήθως από ιδιωτική πρωτοβουλία ή και οργανωμένοι σε κιμπούτς.
Ο πληθυσμός της Ι. είναι μάλλον ετερογενής. Εκτός από μία πλειοψηφία Αράβων, ζουν μειονότητες Κιρκασίων, Δρούσων και Αρμενίων. Οι Άραβες διακρίνονται και από την ενδυμασία τους· από αυτούς, όσοι έχουν μόνιμες εστίες ή είναι ημινομάδες ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης· οι ημινομάδες όμως ζουν σε σκηνές και διατηρούν άθικτες τις παραδόσεις της φυλής τους. Ο πιο συμπαγής πυρήνας μη ιθαγενούς πληθυσμού αντιπροσωπεύεται από την ομάδα των Καυκασίων, κυρίως Κιρκασίων, που μεταφέρθηκαν από τον Καύκασο το 1864, κατά τη διάρκεια της κατοχής των εδαφών τους από τους Ρώσους, τα οποία μέχρι τότε ήταν στην κυριαρχία των Τούρκων.
Ο κιρκασιανός πληθυσμιακός πυρήνας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της χώρας· οι Κιρκάσιοι θεμελίωσαν ή μάλλον ανοικοδόμησαν το Αμμάν. Οι Καυκάσιοι, οι οποίοι πριν από το 1948 αριθμούσαν συνολικά 10.000 άτομα, είχαν επίσης το προνόμιο να εισαγάγουν στη χώρα καλλιεργητικά συστήματα πολύ πιο εξελιγμένα από εκείνα που προϋπήρχαν. Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στην Υπεριορδανία ζούσαν και μερικές φυλές Τουρκομάνων, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εγκατέλειψαν τη χώρα ακολουθώντας τα τουρκικά στρατεύματα. Περίπου το 1948 η μόνη κοινότητα Τουρκομάνων που εξακολουθούσε να υπάρχει ήταν εκείνη του Ερ-Ρουμάν, κοντά στο Τζαράς (Γέρασα).
Μια μικρή μειονότητα αποτελούν, τέλος, οι Δρούσοι μουσουλμάνοι, οι οποίοι ακολουθούν το σιιτικό τυπικό και είναι εξαίρετοι καλλιεργητές, καθώς και οι Αρμένιοι, από τους οποίους όμως πολλοί μετοίκισαν στη Σοβιετική Ένωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.Επειδή οι στατιστικές είναι ανακριβείς και λιγοστές, η ανασύνθεση της δημογραφικής ιστορίας της Ι. δεν είναι εύκολη. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, οι πέντε καντά που αποτελούσαν την Υπεριορδανία θα έπρεπε να είχαν συνολικό πληθυσμό περίπου 131.000 κατ. το 1915 και 141.000 κατ. το 1917. Το 1924, η πρώτη επίσημη εκτίμηση από την εποχή της σύστασης της Υπεριορδανίας ανέφερε περίπου 200.000 κατ. Μετά τον πόλεμο Αράβων-Παλαιστινίων, σύμφωνα με μια εκτίμηση του 1952, ο ιορδανικός πληθυσμός ανήλθε σε 1.329.000 κατ. Ωστόσο, πραγματική απογραφή, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, δεν μπόρεσε να γίνει παρά μόλις το 1961, οπότε ο πληθυσμός ανερχόταν στους 1.713.000 κατ. Το 1966 υπολογιζόταν σε περισσότερους από 2.000.000 κατ. και το 1974 σε 2.600.000 κατ. για να φτάσει σε 3.888.000 κατ. το 1991. Ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σήμερα σε 5.307.470 κατ. (2002), με πυκνότητα 57 κατ. ανά τ. χλμ., ετήσια αύξηση πληθυσμού της τάξης του 2,89% και προσδόκιμο ζωής τα 75 χρόνια για τους άντρες και τα 80 για τις γυναίκες.
Η τεράστια αυτή πληθυσμιακή αύξηση, της οποίας αιτία υπήρξε η ενσωμάτωση 400.000 Αράβων από την Παλαιστίνη και 600.000 προσφύγων, δημιούργησε σοβαρότατο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, που οξύνθηκε ακόμα περισσότερο το 1967 μετά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο, οπότε η Ι. έχασε ντε φάκτο το πιο παραγωγικό τμήμα της χώρας (την Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι.). Επιπλέον πλήγμα αποτέλεσε η εισδοχή ενός ακόμα απρόβλεπτου κύματος προσφύγων, περίπου 100.000-150.000 ατόμων. Πολλοί πρόσφυγες, τέλος, έφτασαν στην Ι. κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό κόλπο το 1990-91, αλλά αρκετοί επέστρεψαν αργότερα στο Ιράκ.
Στην Ι., οι καλλιεργήσιμες περιοχές που δεν έχουν υπερβολικά ξηρό κλίμα είναι ελάχιστες και περιορίζονται στις ορεινές δυτικές ζώνες και στο ιορδανικό εδαφικό βύθισμα, όπου, αν και οι βροχές είναι σπάνιες, υπάρχουν άφθονα πηγαία νερά. Εκεί, λοιπόν, καθώς και στα εντεύθεν του Ιορδάνη υψίπεδα (πριν από την ισραηλινή κατάληψη) συγκεντρωνόταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Η πληθυσμιακή πυκνότητα ξεπερνούσε, κατά τις εκτιμήσεις, τα 200 άτομα ανά τ. χλμ. στην Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι. και στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, υπερέβαινε τα 100 άτομα στο βόρειο διαμέρισμα του Ίρμπιντ και μειωνόταν μόλις στα 35 άτομα στις περιοχές του κέντρου και του νότου (διαμέρισμα Καράκ), για να μηδενιστεί στις ζώνες της ερήμου, όπου οι κλιματικές συνθήκες δεν επιτρέπουν μόνιμη εγκατάσταση. Στο βόρειο τμήμα της Υπεριορδανίας, δηλαδή στην περιοχή του Ατζλούν και σε μεγάλο μέρος της Μπάλκα, ο αγροτικός πληθυσμός είναι σταθερός και ζει ομαδικά σε μικρά χωριά οάσεων, που σχηματίστηκαν χάρη στην ύπαρξη πηγαδιών. Στις πιο μεσημβρινές ζώνες της Μπάλκα και του διαμερίσματος του Καράκ υπερισχύει ο ημινομαδισμός. Ακόμα πιο Ν, το διαμέρισμα του Μαάν και ολόκληρη η ζώνη που εκτείνεται στα Α του σιδηροδρόμου της Χιτζάζ (Χετζάζης) αποτελούν το βασίλειο των βεδουίνων, οι οποίοι τον χειμώνα κατεβαίνουν Ν και το καλοκαίρι ανεβαίνουν Β, ακολουθώντας πάντα το ίδιο δρομολόγιο. Ορισμένες φορές διαχειμάζουν στην κοιλάδα του Ιορδάνη, φιλοξενούμενοι στα εδάφη των ημινομάδων. Ανάμεσά τους απαντώνται και μερικοί νεγροειδείς τύποι, που είναι απόγονοι σκλάβων από την Αφρική.Ο αγροτικός πληθυσμός της Ι. ανερχόταν σε 1.445.000 άτομα το 1973. Πριν από το 1967 συγκεντρωνόταν κυρίως κοντά στον Ιορδάνη και στην Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι. Χωρίς αμφιβολία, τα γεγονότα που μεσολάβησαν διαφοροποίησαν έντονα την πληθυσμιακή κατανομή, ο Ιορδάνης όμως αποτελούσε ανέκαθεν –μαζί με την αστική περιφέρεια του Αμμάν– ισχυρό πόλο έλξης των κατοίκων. Ξεχωριστά, εξάλλου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι νομάδες, που αριθμούν περίπου 53.000 άτομα.
Η ύπαρξη νερού αποτελεί προϋπόθεση της μόνιμης εγκατάστασης· φυσικά τέτοια εγκατάσταση παρατηρείται κυρίως σε μεγάλα χωριά, τα οποία κατοικούνται σχεδόν πάντα από μέλη της ίδιας οικογένειας (χαμούλα). Το νερό συνιστά καθοριστικό παράγοντα και για τη ζωή των νομάδων, οι οποίοι συνήθως είναι κάτοχοι πηγαδιών.
Το ιορδανικό σπίτι της υπαίθρου κατασκευάζεται συνήθως από άψητα λασπότουβλα, άχυρο και βοδινή κοπριά.
Στα ορεινά, ωστόσο, κυριαρχεί η πέτρα. Αντίθετα, οι νομάδες ζουν σε μεγάλα, χαμηλά και πολύ ανοιχτά αντίσκηνα, εκτός από ορισμένες ημινομαδικές φυλές που κατασκευάζουν καλύβες από κλαδιά και ψάθες.Στην Ι. η πυκνή οικοδόμηση είναι φαινόμενο πάρα πολύ πρόσφατο και περιορίζεται μόνο στην πρωτεύουσα, όπου και εκδηλώνεται με τρόπο χαώδη αλλά σύγχρονο, ακολουθώντας τα δυτικά πρότυπα. Σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές, που έγιναν το 1990, ο αστικός πληθυσμός αποτελεί το 68% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι ζουν στο Αμμάν, στη Ζάρκα και στο Ίρμπιντ· οι δύο τελευταίες πόλεις βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Κάποτε στην περιοχή που περιλαμβάνει τη σημερινή Ι. οι πόλεις ήταν πολύ περισσότερες· η Φιλαδέλφεια (το σύγχρονο Αμμάν) ήταν χτισμένη σε ένα εμπορικό μονοπάτι με μεγάλη κίνηση· η Γέρασα (η σημερινή Τζέρας ή Τζαράς) υψωνόταν στο οροπέδιο· στην Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι. η Ιερουσαλήμ (Ελ Κουδς) βρισκόταν σε μια θαυμάσια θέση-πέρασμα, κατά μήκος της άνυδρης ορεινής γραμμής της Ιουδαίας· η Ιεριχώ, στο βάθος της τάφρου της Γορ, αντιπροσώπευε το σημείο όπου έσμιγαν τους δεσμούς τους Ανατολή και Δύση.
Τα ταραχώδη ιστορικά γεγονότα που σημειώθηκαν στην Ι. μείωσαν δημογραφικά τις πόλεις, τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, με αποτέλεσμα ακόμα και το Αμμάν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες να μην έχει παρά 20.000 κατοίκους. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1994, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): η πρωτεύουσα Αμμάν (963.490), η Ζάρκα (344.524) και το Ίρμπιντ (208.201).Καθώς οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ι. είναι ελάχιστες και το έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου πολύ σοβαρό, η οικονομική βοήθεια που προέρχεται από το εξωτερικό –κυρίως από τις ΗΠΑ και από τις πλούσιες αραβικές χώρες, στις οποίες προστίθενται διεθνή ιδρύματα και οργανισμοί, καθώς και δάνεια διαφόρων βιομηχανικών χωρών– ήταν και είναι απαραίτητη και ουσιώδης. Με τον πόλεμο του 1967 η Ι. έχασε την Εντεύθεν του Ιορδάνη Ι., την πιο πλούσια και γόνιμη περιοχή της χώρας, η οποία περιήλθε σε ισραηλινό έλεγχο. Η οικονομία της χώρας αντιμετωπίζει προβλήματα που προέρχονται από τις περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, τον μεγάλο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, την κακή διοίκηση, την παλιά τεχνολογία και τις υψηλές αμυντικές δαπάνες.
Το ΑΕΠ ήταν 21.600 εκατ. δολάρια το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 4.200 δολ. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε στο 1,5% το 2001 και η ανεργία ξεπέρασε το 16% σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις (2001) και το 25-30% σύμφωνα με ανεπίσημες.
Ο αγροτικός τομέας είναι περιορισμένος· σε αυτόν απασχολείται ποσοστό μικρότερο του 4% του ενεργού πληθυσμού, ενώ προσφέρει το 5% του ΑΕΠ. Ο τομέας των υπηρεσιών (τουρισμός, τράπεζες κλπ.) είναι ο βασικός τομέας απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, απασχολεί περισσότερο από το 82% του ενεργού πληθυσμού και παράγει το 70% του ΑΕΠ. Περίπου το 12% απασχολείται στη βιομηχανία προσφέροντας το 26% του ΑΕΠ. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, αλλά υπάρχουν και προγράμματα αξιοποίησης της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας. Τα κοιτάσματα πετρελαίου που έχουν βρεθεί δεν έχουν αξιοποιηθεί ακόμη.Η καλλιεργήσιμη έκταση της Ι., μάλλον περιορισμένη ούτως ή άλλως εξαιτίας του σημαντικού χώρου που καταλαμβάνουν τα μη παραγωγικά εδάφη, μειώθηκε ακόμα περισσότερο λόγω της απώλειας των εύφορων αγροτικών ζωνών, που βρίσκονται πέρα από τον Ιορδάνη και περιήλθαν στον ισραηλινό έλεγχο. Στον περιορισμένο αριθμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, πρέπει να προστεθούν τα απαρχαιωμένα αγροτεχνικά συστήματα, η γενική έλλειψη γεωργικών μηχανημάτων καθώς και η έλλειψη του απαραίτητου για την άρδευση νερού.
Την καλλιεργήσιμη γη καταλαμβάνουν κατά κύριο λόγο τα χωράφια των δημητριακών και ειδικότερα το σιτάρι και το κριθάρι, ενώ το σόργο και ο αραβόσιτος καλλιεργούνται στις ημιάγονες περιοχές. Η καλλιέργεια των κηπευτικών είναι πολύ διαδεδομένη στις ποτιστικές περιοχές (και ειδικά στην κοιλάδα του Γιαρμούκ) και γύρω από τα αστικά κέντρα. Στις λοφώδεις ζώνες αφθονούν τα αμπέλια, που καταλαμβάνουν 60.000 στρέμματα και δίνουν κυρίως ωραίο σταφύλι (ονομαστό είναι το σταφύλι του Σαλτ). Οι σημαντικότερες περιοχές για την αμπελουργία, εκτός από την περιοχή του Σαλτ, είναι οι λόφοι της Σαμάρειας και της Μπάλκα. Η ελιά συναντάται περισσότερο στα βόρεια διαμερίσματα, καθώς και στα εδάφη που σήμερα κατέχονται από τους Ισραηλινούς, γύρω από τη Ναμπλούς, την Ιερουσαλήμ και το Ατζλούν. Περίπου 30.000 στρέμματα στις περιοχές του Σαλτ και του Αμμάν καλύπτονται από καπνά. Το κλίμα ευνοεί επίσης την ανάπτυξη της καλλιέργειας εσπεριδοειδών, ιδιαίτερα πορτοκαλιών και μανταρινιών, ενώ η μεγάλη καλοκαιρινή ζέστη επιτρέπει και σημαντική παραγωγή χουρμάδων και μπανάνας, κυρίως στην καλά προφυλαγμένη κοιλάδα του Ιορδάνη, όπου καλλιεργούνται και φυτά που δίνουν λάδι. Τα προβλήματα που δημιουργεί η έντονη εξάτμιση παραμένουν δισεπίλυτα παρά τις τεχνικές μεθόδους προστασίας που εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα η ετήσια παραγωγή να είναι εκτεθειμένη σε διακυμάνσεις. Δασική εκμετάλλευση ουσιαστικά δεν υφίσταται.Η κτηνοτροφία αποτελεί πανάρχαια ενασχόληση και διατηρεί ακόμα και σήμερα τη σπουδαιότητά της, ιδιαίτερα στις κοινότητες των βεδουίνων, είτε πρόκειται για νομάδες είτε για όσους έχουν ημιμόνιμη εγκατάσταση. Εκτρέφονται κυρίως πρόβατα και κατσίκια –που είναι πιο κατάλληλα για τα φτωχικά βοσκοτόπια–, ενώ τα βοοειδή σπανίζουν, επειδή λείπουν οι πλούσιες χορτονομές αλλά και γιατί τα προϊόντα τους έχουν ασήμαντη θέση στη διατροφή του κατοίκου της Ι. Εδώ και αρκετό καιρό εξάλλου έχει μειωθεί και η σημασία της καμήλας, ενώ αντίθετα, πολύ διαδεδομένη είναι η πτηνοτροφία με τη μορφή των οικογενειακών επιχειρήσεων και, όλο και περισσότερο, με τη μορφή μεγάλων πτηνοτροφικών μονάδων. Η αλιεία είναι ανύπαρκτη.Οι απαρχές. Στην αρχαιότητα, η περιοχή Α του ιστορικού ποταμού Ιορδάνη –η παλαιά Υπεριορδανία– περιλάμβανε τα βασίλεια της Άμμωνος (σημερινού Αμμάν), της Εδόμ (Ιουδιμαίας της Μηδείας) και του Μοάβ, στα οποία αναφέρονται εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης.
Η χώρα ήταν άμεσα εξαρτημένη από το εμπόριο, αφού βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο της διαδρομής των αρχαίων καραβανιών που συνέδεαν την Αίγυπτο με τη Μεσοποταμία και την Υεμένη. Όταν αποκόπηκε από τη διαδρομή των καραβανιών άρχισε η παρακμή της.
Η αυτοκρατορία των Ναβαταίων. Περίπου το 300 π.Χ. ιδρύθηκε η ισχυρή αυτοκρατορία του αραβικού λαού των Ναβαταίων, οι οποίοι σταθεροποίησαν την εξουσία τους ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον κόλπο της Άκαμπα. Πρωτεύουσά τους ήταν η περίφημη Πέτρα, μια ολόκληρη πόλη λαξευμένη στους βράχους, η οποία αποτελούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό στη διαδρομή των καραβανιών από την Υεμένη προς τη Συρία.
Τον 3ο αι. π.Χ. οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου κατέλαβαν την Υπεριορδανία αλλά δεν κατόρθωσαν να υποτάξουν τους Ναβαταίους. Τον 2ο αι. π.Χ. οι Σελευκίδες νίκησαν τους Αιγυπτίους και επιδόθηκαν στον εξελληνισμό της περιοχής. Κατέλαβαν το σημερινό Αμμάν, το οποίο ονόμασαν Φιλαδέλφεια, και ίδρυσαν τη Γέρασα που εξελίχθηκε σε ανθηρό εμπορικό κέντρο. Η ακμή της αυτοκρατορίας των Ναβαταίων έφτασε στο απόγειό της από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το 64 π.Χ. Ο σημαντικότερος Ναβαταίος βασιλιάς ήταν ο Αρέτας Γ’ (85-60 π.Χ.), ο οποίος υπέταξε τον τελευταίο Σελευκίδη ηγεμόνα και έγινε κύριος της Υπεριορδανίας και της Δαμασκού. Το 106 μ.Χ. ο Τραϊανός προσάρτησε τη ναβαταϊκή αυτοκρατορία στη ρωμαϊκή περιορίζοντάς την σε απλή επαρχία, με την ονομασία Πετραία Αραβία. Από τον 3ο αι. μ.Χ. άρχισε η παρακμή.
Οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι Βρετανοί. Στα τέλη του 6ου αι. η έρημος είχε καλύψει την Πέτρα. Τη θέση των Ναβαταίων πήραν οι Βεδουίνοι, που έγιναν υποτελείς στους Βυζαντινούς και από τον 7ο αι. στους μουσουλμάνους Άραβες. Έπειτα από τη σύντομη περίοδο της κυριαρχίας των Σταυροφόρων, κατά τον 12ο αι., η Ι. περιήλθε στους Μαμελούκους κυβερνήτες της Αιγύπτου. Τον 16ο αι. ενσωματώθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και έμεινε υπό την κυριαρχία της επί 400 χρόνια.
Το 1917-18 οι Άραβες συντάχθηκαν με τους Βρετανούς για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας από τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο πρίγκιπας Φαϊσάλ είχε σύμβουλό του τον συνταγματάρχη Τ.Ε. Λόρενς, που έμεινε γνωστός ως Λόρενς της Αραβίας. Η Βρετανία, για να ανταμείψει τους Άραβες για τη βοήθεια που της παρείχαν, τους υποσχέθηκε ένα ανεξάρτητο βασίλειο μετά τον πόλεμο, ταυτόχρονα όμως υποσχέθηκε και στους Εβραίους μια εθνική εστία στην Παλαιστίνη.
Το 1920, η Κοινωνία των Εθνών έθεσε την Παλαιστίνη υπό βρετανική εντολή. Η Βρετανία, για να εκπληρώσει την υπόσχεσή της στους Άραβες, ίδρυσε το εμιράτο της Υπεριορδανίας σε τμήμα των εδαφών αυτών, στο οποίο ενθρόνισε το 1921 τον αδελφό του Φαϊσάλ, Αμπντουλάχ ιμπν Χουσεΐν. Ο εμίρης Αμπντουλάχ ακολούθησε φιλοβρετανική πολιτική και από το 1930 έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου τάχθηκε με το μέρος των Συμμάχων, κερδίζοντας έτσι το 1946 από τη Βρετανία τον τίτλο του βασιλιά της ανεξάρτητης Υπεριορδανίας.
Η ανεξαρτησία και οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι. Η Βρετανία βρέθηκε πλέον αντιμέτωπη με τις συνέπειες των αντιφατικών υποσχέσεων που είχε δώσει στους Άραβες και στους Εβραίους και το 1948 αποχώρησε από την Παλαιστίνη. Η Υπεριορδανία συμπαρατάχθηκε με τα υπόλοιπα κράτη του Αραβικού συνδέσμου και επιτέθηκε στο κράτος του Ισραήλ, που είχε πρόσφατα συσταθεί. Οι αραβικές δυνάμεις ηττήθηκαν, κατάφεραν όμως να κρατήσουν μεγάλο μέρος των εδαφών της Παλαιστίνης, στα οποία περιλαμβανόταν και η Ανατολική Ιερουσαλήμ. Το 1949 υπογράφηκε στη Ρόδο η συνθήκη ειρήνης και η Υπεριορδανία μετονομάστηκε Χασεμιτικό Βασίλειο της Ι.
Οι 500.000 Άραβες πρόσφυγες που εγκατέλειψαν το Ισραήλ και εγκαταστάθηκαν στην Ι. κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο του έως τότε ιορδανικού πληθυσμού και δημιούργησαν χρόνιο οικονομικό πρόβλημα στη χώρα. Το 1951 ο βασιλιάς Αμπντουλάχ δολοφονήθηκε από κάποιον Παλαιστίνιο εξτρεμιστή ισλαμιστή και στον θρόνο ανήλθε ο γιος του, Ταλάλ. Έναν χρόνο αργότερα ο Ταλάλ εκθρονίστηκε λόγω διανοητικής αναπηρίας και στον θρόνο ανήλθε ο 18χρονος γιος του, Χουσεΐν.
Η Ι. αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Άραβες εθνικιστές επέκριναν τον βασιλιά για φιλοδυτική πολιτική και για τους δεσμούς του με τη Βρετανία. Για να τους εξευμενίσει, ο Χουσεΐν απέπεμψε το 1956 τον Γκλαμπ πασά, τον βρετανό στρατηγό σερ Τζον Γκλαμπ, αρχηγό της Αραβικής Λεγεώνας, όπως ονομαζόταν ο εθνικός ιορδανικός στρατός, ο οποίος είχε δημιουργηθεί το 1939 με υλικοτεχνική βοήθεια από τη Βρετανία. Ύστερα από τη γαλλοβρετανική απόβαση του 1956 στο Σουέζ, ο Χουσεΐν έκοψε κάθε δεσμό με τη Βρετανία. Τον επόμενο χρόνο, μετά την αποκάλυψη στρατιωτικής συνωμοσίας εναντίον του, ανέστειλε το σύνταγμα και απαγόρευσε τη λειτουργία των κομμάτων.
Έπειτα από την εκτροπή του ρου του Ιορδάνη που πραγματοποίησε το Ισραήλ το 1964 για αρδευτικά έργα, η Αίγυπτος και η Συρία απαίτησαν συνολική επίθεση κατά του Ισραήλ, απορρίπτοντας τη διαλλακτική πολιτική του Χουσεΐν. Στις 30 Μαΐου 1967 ο Ιορδανός μονάρχης υπέγραψε στρατιωτικό σύμφωνο με την Αίγυπτο και τον Ιούνιο του 1967 η Ι. υπέστη και αυτή τις βαριές συνέπειες του κεραυνοβόλου πολέμου των έξι ημερών, όταν το Ισραήλ κατέλαβε μεταξύ άλλων ολόκληρη την Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη.
Μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκε κρίση μεταξύ της κυβέρνησης και των Παλαιστινίων προσφύγων, οι οποίοι αποτελούσαν πλέον το 60% του πληθυσμού και απαιτούσαν συμμετοχή στην εξουσία. Οι επιθέσεις των Παλαιστίνιων μαχητών της Φατάχ, οι οποίοι εξορμούσαν εναντίον του Ισραήλ από τα ιορδανικά εδάφη, καθώς και οι αεροπειρατείες που πραγματοποίησαν το 1970 για να δημοσιοποιήσουν τον αγώνα τους σε αεροσκάφη που κατευθύνονταν προς την Ι., έθεταν υπό αμφισβήτηση την εξουσία του μονάρχη αλλά και την κυριαρχία της ιορδανικής κυβέρνησης. Ο Χουσεΐν αντέδρασε με αποστολή στρατού εναντίον των εξεγερμένων Παλαιστινίων τον Σεπτέμβριο του 1970, προκαλώντας πολλά θύματα. Τα επεισόδια έμειναν γνωστά ως ο Μαύρος Σεπτέμβρης. Τον Ιούλιο του 1971 απελάθηκαν όλες οι ομάδες των Παλαιστίνιων μαχητών. Ως αντεκδίκηση, στις 28 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια της αραβικής συνόδου κορυφής στο Κάιρο, δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός της Ι. Ουασίφ Ταλ από μέλη της πρωτοεμφανιζόμενης τρομοκρατικής οργάνωσης των Παλαιστινίων, που πήρε την ονομασία Μαύρος Σεπτέμβρης.
Η οικονομική βοήθεια που έως τότε παρείχαν τα πλούσια αραβικά κράτη στην Ι. διακόπηκε και επαναλήφθηκε μόνο ύστερα από τη συμπαράταξη των ιορδανικών στρατευμάτων με τη Συρία, κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973. Το 1974 ο Χουσεΐν συνυπέγραψε το ψήφισμα της αραβικής συνόδου κορυφής με το οποίο αναγνωριζόταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) ως η «μοναδική νόμιμη εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού», βελτιώνοντας έτσι τις σχέσεις της Ι. με τον αραβικό κόσμο, αλλά προξενώντας ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Από το 1975 έως το 1984 η ιορδανική βουλή –στην οποία αντιπροσωπεύονταν ισότιμα η Δυτική και η Ανατολική Όχθη– διαλύθηκε επανειλημμένα και η διακυβέρνηση της χώρας γινόταν με βασιλικά διατάγματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η κατάσταση αυτή αποδόθηκε στους φόβους του Χουσεΐν για πιθανή ανατροπή του από ριζοσπαστικές δυνάμεις. Μετά την αναγνώριση της ΟΑΠ, η βουλή διαλύθηκε πάλι με το αιτιολογικό ότι δεν θα μπορούσαν να διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές, επειδή η Δυτική Όχθη ήταν από το 1967 υπό ισραηλινή κατοχή. Στη θέση της διορίστηκε Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, που λειτούργησε έως τον Ιανουάριο του 1984, οπότε η βουλή συνήλθε πάλι κανονικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο ρόλος του Χουσεΐν στις ειρηνευτικές προσπάθειες στη Μέση Ανατολή και στην προώθηση των αραβικών ζητημάτων έγινε πιο ενεργός. Κατά την αραβική σύνοδο κορυφής του 1987, ύστερα από μια διετία προστριβών, αποκατέστησε τις σχέσεις με την ΟΑΠ και στην έκτακτη σύνοδο του 1988 εξέφρασε την απεριόριστη υποστήριξή του στην παλαιστινιακή ιντιφάντα.
Η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό. Το 1989 ξέσπασαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τις αυξήσεις των τιμών σε βασικά είδη διατροφής, που οδήγησαν στην παραίτηση της κυβέρνησης και στον διορισμό στην πρωθυπουργία του αρχηγού του στρατού και συγγενή της βασιλικής οικογένειας, Σαρίφ Ζαΐντ μπιν Σακέρ. Παρά τις ταραχές, ο βασιλιάς δεν απέσυρε τα μέτρα λιτότητας, που είχαν επιβληθεί σε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο, για πρώτη φορά από το 1967.
Λόγω της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων, όλοι οι υποψήφιοι εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητοι, με εξαίρεση τους υποψηφίους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ΜΑ), η λειτουργία της οποίας επιτρεπόταν επειδή είχε καταγραφεί ως φιλανθρωπική οργάνωση. Η ΜΑ κέρδισε 20 από τις 80 έδρες της βουλής, ενώ οι μη κυβερνητικοί βουλευτές συγκέντρωσαν συνολικά περισσότερες από 40 έδρες. Στη νέα κυβέρνηση υπό τον Μουντάρ Μπαντράν μετείχαν και έξι βουλευτές της αντιπολίτευσης, αλλά όχι της ΜΑ, η οποία αποσύρθηκε όταν δεν της παραχωρήθηκε το υπουργείο Παιδείας που διεκδικούσε. Στον ανασχηματισμό όμως που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1991, ύστερα από πιέσεις ενός χρόνου, η ΜΑ κέρδισε το υπουργείο Παιδείας και άλλες πέντε θέσεις στο υπουργικό συμβούλιο.
Η επέμβαση του Ιράκ στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 και η συνακόλουθη εφαρμογή των κυρώσεων εναντίον του Ιράκ είχαν σοβαρές συνέπειες για την Ι. Παρά το γεγονός ότι ο Χουσεΐν καταδίκασε με κάποια καθυστέρηση την επέμβαση, στη συνέχεια αντιτάχθηκε στην ανάπτυξη της πολυεθνικής δύναμης στη Σαουδική Αραβία και στην περιοχή του Περσικού κόλπου. Το κύμα των 300.000 επαναπατρισθέντων Ιορδανών, οι οποίοι είχαν αποπεμφθεί από την κουβεϊτιανή κυβέρνηση ως ύποπτοι συνεργασίας με το Ιράκ, όξυνε το οικονομικό πρόβλημα.
Το 1993, ύστερα από συνάντηση του προέδρου Κλίντον με τον βασιλιά Χουσεΐν, αποκαταστάθηκαν εν μέρει οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι οποίες στο μεταξύ είχαν διακόψει την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Ι., επειδή κατά τους ισχυρισμούς τους η τελευταία παραβίαζε τις κυρώσεις του ΟΗΕ εναντίον του Ιράκ. Η επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1996, όταν η Ι. έδωσε άδεια στα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη να χρησιμοποιούν τα εδάφη της για τον έλεγχο της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων που είχαν επιβάλει πάνω από το νότιο Ιράκ τα Ηνωμένα Έθνη.
Το πολυκομματικό σύστημα, το οποίο είχε νομιμοποιηθεί με την Εθνική Χάρτα τον Ιούνιο του 1992, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1993. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσαν οι μετριοπαθείς ανεξάρτητοι υποψήφιοι που υποστήριζαν τη μοναρχία, ενώ η δύναμη του Μετώπου Ισλαμικής Δράσης, που αποτελούσε το πολιτικό σκέλος της ΜΑ μειώθηκε σε 16 έδρες. Η εκλογική δύναμη των ισλαμιστών παρουσιάστηκε ακόμη χαμηλότερη στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Ιούλιο σε πανεθνικό επίπεδο.
Στο πεδίο των διαπραγματεύσεων για το Μεσανατολικό, η Ι. είχε αποδεχτεί να μετέχει από κοινού με την παλαιστινιακή αντιπροσωπεία στη συνδιάσκεψη ειρήνης που άρχισε τον Οκτώβριο του 1991. Η συνδιάσκεψη ολοκληρώθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1993, όταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός και ο ηγέτης της ΟΑΠ υπέγραψαν μπροστά στον πρόεδρο Κλίντον τη Διακήρυξη Αρχών για την αυτονομία των Παλαιστινίων στα Κατεχόμενα Εδάφη.
Η Ι. και το Ισραήλ προχώρησαν με γοργούς ρυθμούς σε πλήρη εξομάλυνση των σχέσεών τους. Τον Ιούλιο του 1994 ο Χουσεΐν και ο Ράμπιν συνυπέγραψαν τη διακήρυξη της Ουάσινγκτον, η οποία έθετε τέρμα στην εμπόλεμη κατάσταση που ίσχυε μεταξύ τους από το 1948. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου υπογράφηκε και το πλήρες κείμενο της συνθήκης ειρήνης, με την οποία ρυθμιζόταν το σύνολο των μεταξύ τους σχέσεων. Επίσης, τον Ιανουάριο του 1995 υπογράφηκε και η συνθήκη συνεργασίας μεταξύ της Ι. και των Αυτόνομων Παλαιστινιακών Εδαφών. Μεταξύ άλλων, η συνθήκη αυτή αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία της Ι. στην επιτήρηση των ισλαμικών ιερών μνημείων στην Ιερουσαλήμ, υπό τον όρο της αναγνώρισης των παλαιστινιακών διεκδικήσεων στον ανατολικό τομέα της πόλης. Η συμφωνία με το Ισραήλ επικρίθηκε από τους Ιορδανούς ισλαμιστές και στη συνέχεια από μεγάλη μερίδα του λαού, ιδίως όσο δεν γίνονταν ορατά τα ευρέως προβεβλημένα από την κυβέρνηση οικονομικά οφέλη της ειρήνης και του ανοίγματος νέων αγορών με τα αραβικά κράτη που υποστήριζαν τις σχέσεις με το Ισραήλ. Τον Αύγουστο του 1996 οργισμένες διαδηλώσεις για τον διπλασιασμό της τιμής του ψωμιού, τη φτώχεια, την ανεργία και την κυβερνητική διαφθορά συντάραξαν τη χώρα. Ο βασιλιάς Χουσεΐν χρησιμοποίησε σιδερένια πυγμή για την καταστολή των διαδηλώσεων, διαλύοντας τη βουλή και κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Αμπντούλ-Καρίμ αλ Καμπαρίτι διατηρήθηκε στην εξουσία συνεχίζοντας την πολιτική της λιτότητας.
Παράλληλα, μετά τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς βάσεων των Χετζμπολάχ στον Λίβανο που κόστισαν τη ζωή 100 αμάχων και τις συγκρούσεις σχετικά με το άνοιγμα ενός αρχαιολογικού τούνελ στον χώρο του ισλαμικού τεμένους Ακσά στην Ιερουσαλήμ, επιδεινώθηκαν οι σχέσεις με το Ισραήλ. Πάντως η Ι. παραχώρησε στις ΗΠΑ στρατιωτικές βάσεις για την επιτήρηση της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στο νότιο Ιράκ.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1997 οι φιλοκυβερνητικοί υποψήφιοι θριάμβευσαν αλλά οι εκλογές είχαν μποϊκοταριστεί από τους ισλαμιστές και άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα.
Τον Ιανουάριο του 1999 ο Χουσεΐν, στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου, όρισε διάδοχο τον γιο του Αμπντουλάχ αντικαθιστώντας τον αδελφό του Χασάν. Ο Χουσεΐν απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου αφού είχε κυβερνήσει τη χώρα επί 46 έτη. Ο Αμπντουλάχ διέταξε την κυβέρνηση να κλείσει τα γραφεία του ισλαμικού κινήματος της Χαμάς και απέλασε τους ηγέτες της τερματίζοντας τη δράση της στη χώρα.Ιορδανική λογοτεχνία υπάρχει μόνο μετά το 1948, όταν η I. κατέλαβε και προσάρτησε ένα μέρος της Παλαιστίνης. Παρά την πολιτική ένωσή τους, οι δύο περιοχές διατήρησαν τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά στον τομέα των γραμμάτων. Στην I., για ορισμένο διάστημα, την αριστοκρατία του πνεύματος εκπροσωπούσαν οι ξένοι, ενώ οι ιθαγενείς Iορδανοί που διακρίθηκαν υπήρξαν ελάχιστοι. Aνάμεσα σε αυτούς αξίζει να αναφερθούν ο Mουσταφά Oυχαμπί ατ-Tιλ (1897-1949), ποιητής πιστός στην παράδοση, καθώς και ο συγγραφέας Σουμπχί Aμπού Γκουναΐμα.
Aν η λογοτεχνική ζωή στην ανατολική όχθη του Iορδάνη κέρδισε σε ζωντάνια χάρη στους ξένους, εντελώς διαφορετική υπήρξε η κατάσταση στη μεριά της Παλαιστίνης, η οποία έπρεπε να ενωθεί με την I. Στην παλαιστινιακή περιοχή, από τη μία χάρη στην ύπαρξη ξένων σχολείων (ρωσικών, αγγλικών, τουρκικών) και από την άλλη χάρη στις στενές σχέσεις με τη Συρία, τον Λίβανο και την Aίγυπτο, αναπτύχθηκε έντονη πνευματική κίνηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα πλούσια λογοτεχνική δραστηριότητα. Ορισμένοι από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του κόσμου των γραμμάτων υπήρξαν οι Iσ’αφ αν-Nασασιμπί (1882-1948), Xαλίλ ας-Σακακινί, Aντίλ Zουμπαϊτάρ, μεταφραστής πολυάριθμων ξένων έργων, και Iσκαντάρ αλ-Xουρί.
O B’ Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά προπάντων ο πόλεμος της Παλαιστίνης του 1948, άσκησαν βαθιά επίδραση στα ιορδανικά γράμματα, ωριμάζοντας τις εμπειρίες των εκπροσώπων τους. Aπό τα έργα των λογοτεχνών αναφύονται ολοφάνερα τα σημάδια της αραβοϊσραηλινής έντασης. Ο πιο ευαίσθητος ίσως ποιητής απέναντι στην πολιτική κατάσταση υπήρξε ο Iμπραήμ Tουκάν (1905-1941), ο οποίος έχοντας προβλέψει σε προφητικούς τόνους την τραγωδία της Παλαιστίνης πριν ακόμα αποκτήσει συγκεκριμένη μορφή, αναδείχθηκε σε έναν από τους υμνητές του αραβικού πατριωτισμού μαζί με τον Aμπντ Aρ-Pαχίμ Mαχμούντ και τον Aμπού Σαλμά. Aξίζει επίσης να αναφερθούν δύο πρωτοποριακές ποιήτριες, η Σαλμά Xαντρά αλ-Γκαγιουσί και η Φαντβά Tουκάν, αδελφή του Iμπραήμ Tουκάν, απαισιόδοξα ρομαντική και ατομίστρια, η οποία είναι η πιο γνωστή λογοτέχνης του αραβικού κόσμου. Tην ίδια εποχή εμφανίστηκε στην I. ως λογοτεχνικό είδος και η νουβέλα με τα έργα των Xαλίλ Mπαϊντάς και Iμπραήμ Γκιαμπρά. Tο πιο αγαπημένο εκφραστικό μέσο παρέμεινε η ποίηση, ιδιαίτερα όταν, ως συνέπεια των αγώνων ανάμεσα σε Iσραηλινούς και Παλαιστινίους, πολιτικοποιήθηκε και έγινε όργανο αντίστασης. Mέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν τα έργα του Mαχμούντ Nταρβίς, του Σαμίχ Aλ-Kάσιμ και του Tαουφίκ Zαγιάντ.
Παλαιστινιακής καταγωγής είναι επίσης ο ποιητής Mαχμούντ Xαϊντάρ καθώς και ο πεζογράφος Mαχμούντ Σουκάιρ, ο οποίος εκφράζει στα έργα του τον πόνο των Παλαιστινίων προσφύγων στην I. Mεταξύ των Iορδανών διανοουμένων ξεχωρίζει ο Iζά αν-Nάουρι (1918-1985), ιδρυτής της λογοτεχνικής επιθεώρησης al Qalam al Giadid (H νέα πένα). Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί και η επιθεώρηση Afkar (Σκέψη), που εκδίδεται από το ιορδανικό υπουργείο Πολιτισμού και στην οποία δημοσιεύονται τα κείμενα των μεγαλύτερων ποιητών και πεζογράφων της σύγχρονης I.Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της Ι. δύσκολα μπορούν να αποσυνδεθούν από εκείνα του Ισραήλ, γιατί, ουσιαστικά, ανήκουν όλα τους στη σφαίρα της παλαιστινιακής κουλτούρας. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε θεώρηση της ιορδανικής τέχνης, για να αποτελεί πιστή απεικόνιση των αισθητικών φαινομένων και να δίνει ένα ιστορικό και κριτικό πανόραμα, θα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει και περιοχές ή τόπους που βρίσκονται σήμερα μέσα στα όρια του Ισραήλ.
Από την παλαιολιθική εποχή έως την εποχή του σιδήρου. Οι αρχαιότερες καλλιτεχνικές μαρτυρίες της Ι. ανήκουν στη μεσολιθική εποχή, που ταυτίζεται με μια κοινωνία κυνηγών, οι οποίοι άφησαν σε διάφορα μέρη της Ι. μικροαντικείμενα λαξεμένα σε ασβεστόλιθο ή σε οστά, με τη σφραγίδα ενός δυναμικού παλαιολιθικού ρεαλισμού: φιγούρες ζαρκαδιών και δορκάδων, μικρά γλυπτά ανθρώπινα κεφάλια, καθώς και το παράξενο θέμα δύο αγκαλιασμένων μορφών.
Οι γλυπτές αυτές παραστάσεις απαντώνται μέχρι την εποχή του χαλκού, καθρεφτίζοντας θέματα από τη ζωή μιας κοινωνίας που έχει ήδη περάσει σε μια οικονομία βασισμένη στην κτηνοτροφία. Μικρότερη ομοιογένεια, τόσο ως τεχνική όσο και ως στιλ, έχουν τα γλυπτά των βράχων της ερήμου της Νεγκέβ, που καλύπτουν μια περίοδο η οποία αρχίζει την εποχή του χαλκού (περίπου 4000 π.Χ.) και φτάνει μέχρι την αραβική εποχή (περίπου 600 μ.Χ.) κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζονται διαδοχικά επτά διαφορετικές τεχνοτροπίες. Η πρώτη εμφάνιση των μετάλλων συμπίπτει χρονικά με τις μαρτυρίες του αστικού πολιτισμού της Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) στο Ισραήλ (4500-3200 π.Χ.) και χαρακτηρίζεται από περίπλοκες υπόγειες κατοικίες, τεφροδόχους σε σχήμα σπιτιών ή ζώων από ζωγραφισμένη τερακότα καθώς και από περίτεχνα αγαλματίδια σε ελεφαντόδοντο. Η εποχή του χαλκού της Ι. (4ος αι. π.Χ.) προσφέρει και ένα σπάνιο δείγμα τοιχογραφίας: τις κατεστραμμένες νωπογραφίες του Τελεϊλάτ και της Γκασούλ, στα Β της Νεκράς θάλασσας.
Τα μεγαλιθικά μνημεία διαδόθηκαν ιδιαίτερα κατά την αρχαιότερη εποχή του χαλκού (3ος αι. π.Χ.) στην ανατολική Ι., η οποία δεν παρουσιάζεται ομοιόμορφη με τη δυτική, εξαιτίας του ημινομαδικού πολιτισμού της. Ωστόσο, δεν έλειπαν και τα κάποιας σημασίας αστικά κέντρα, όπως μαρτυρούν τα ίχνη των τειχών των πόλεων του Ίρμπιντ, στις ακρότατες βόρειες περιοχές, και κυρίως τα λείψανα του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. από την πόλη Ντιμπάν, Α της Νεκράς θάλασσας.
Οι πιο έντονες μαρτυρίες του παρελθόντος βρίσκονται στη δυτική Ι., όπου από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ήταν διαδεδομένος ένας πολιτισμός βασισμένος στον χαλκό και συνδεδεμένος με την άνθηση των αστικών πολιτιστικών κέντρων των Χαναναίων, ο οποίος χαρακτηρίζεται και από αξιόλογα αιγυπτιακά στοιχεία. Στον ελάχιστα συνηθισμένο τύπο των αγαλματιδίων από οπτή γη, παρόμοιων με τα ειδώλια που βρίσκονται στις γειτονικές χώρες, αντιστοιχούν καλλιτεχνήματα από μέταλλο και ελεφαντόδοντο. Τα έργα αυτά όμως, είτε φιλοτεχνημένα εκεί είτε ξενικής προέλευσης, δεν αντιπροσωπεύουν ένα κατεξοχήν ντόπιο καλλιτεχνικό ρεύμα, γιατί εμπίπτουν σε μια παράδοση τέχνης πάνω σε ελεφαντόδοντο ή μέταλλο που αντλεί τη ζωντάνια της από αιγυπτιακές και αιγαιοπελαγίτικες επιρροές, παράδοση που συναντάται κυρίως στα εργαστήρια των γλυπτών, οι οποίοι σκάλιζαν το ελεφαντόδοντο στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, περίπου τον 2ο αι. π.Χ.
Μετά την επιδρομή των λαών της θάλασσας (1200 π.Χ.), ο δυτικός ιορδανικός πολιτισμός της πρώτης εποχής του σιδήρου και το Ισραήλ δέχτηκαν τη σφραγίδα μιας νέας επιρροής καθώς μεσουράνησε το εβραϊκό άστρο.
Ο χεττιτικός τύπος οχυρώσεων με τις θολωτές διόδους, αφού πέρασε από τους Φοίνικες και διατηρήθηκε χάρη σε αυτούς, έκανε την εμφάνισή του στην ακρόπολη της Σαμάρειας, η οποία θεμελιώθηκε από τον Άμρι και έγινε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου του Ισραήλ μετά τον θάνατο του Σολομώντα· τα λείψανα των ανακτόρων του Άμρι και της Άκαμπ έχουν πρωτοαιολικά κιονόκρανα, τα οποία αποτελούν σχηματική εξέλιξη του μοτίβου της φοινικιάς (10ος-7ος αι. π.Χ.), που εμφανίστηκε τόσο στη Μαγεδό όσο και στη Ραμάτ Ραχήλ· στο Ισραήλ πλακίδια από ελεφαντόδοντο με ανάγλυφες παραστάσεις, που βρέθηκαν στα ανάκτορα της Σαμάρειας και πιθανότατα είναι δουλεμένα από Φοίνικες καλλιτέχνες, φανερώνουν αιγυπτιακά και χεττιτικά στοιχεία τεχνοτροπίας. Αντίθετα, πολύ δυσκολότερο είναι να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της τέχνης της πρώτης εποχής του σιδήρου στην ανατολική Ι. Τα μικρά γλυπτά των αρχών του 1ου αι. π.Χ. που ανακαλύφθηκαν στο Αμμάν, τη σημερινή πρωτεύουσα της Ι., μαρτυρούν την ύπαρξη μιας εγχώριας σχολής γλυπτικής, που ακολούθησε δικούς της εκφραστικούς τρόπους προκειμένου να αποδώσει σε σμίκρυνση την ανθρώπινη φιγούρα.
Η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος. Μετά την περσική κατάκτηση και την εγκατάσταση μερικών Ελλήνων εμπόρων, η χώρα άρχισε να ανοίγει τις πύλες της στην εισαγωγή ελληνικών προϊόντων (αττικά κεραμικά)· μια πραγματική ελληνική επίδραση, όμως, στην τοπική τέχνη παρατηρείται από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ελληνιστική περίοδος και ακόμα περισσότερο η ρωμαϊκή (που αρχίζει από το 64 π.Χ.) άφησαν βαθιά ίχνη στην τέχνη της Ι. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν το φρούριο της Σαμάρειας με τους κυκλικούς πύργους καθώς και το ενδιαφέρον μαυσωλείο Αράκ Αλ-Αμίρ, το Κάστρο των Τωβιάδων όπως ονομάζεται (3ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), του οποίου η αρχιτεκτονική, με τα κιονόκρανα που θυμίζουν μνημεία της Πέτρας, συμπληρώνεται από διακοσμητικά στοιχεία ανατολικής τεχνοτροπίας, όπως το διάζωμα των λιονταριών σε ασσυριακό στιλ. Πολυάριθμα είναι τα λείψανα της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας του Ηρώδη του Μεγάλου: οι δύο ναοί και το στάδιο της Σαμάρειας, τα ερείπια του Ναού της Ιερουσαλήμ και του φρουρίου Αντόνια, τα ερείπια του ανακτόρου στην ανοικοδομημένη Ιεριχώ, ο περίβολος του Χαράμ αλ-Χαλίλ στη Χεβρώνα και, τέλος, το Ηρώδειο, το οποίο ο Ηρώδης ο Μέγας χρησιμοποίησε αρχικά ως ανάκτορο, για να γίνει έπειτα το μαυσωλείο του. Η κλασική τέχνη εναποθέτει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη σφραγίδα της στο πολεοδομικό σχέδιο των μεγάλων πόλεων, από τις οποίες η Γέρασα (Τζεράς ή Τζαράς σήμερα) αποτελεί το σπουδαιότερο παράδειγμα. Εκτός από μερικά κτίσματα, όπως ο ιππόδρομος και η αψίδα του θριάμβου, ολόκληρη η υπόλοιπη πόλη ήταν κλεισμένη στα ρωμαϊκά τείχη (που ανακατασκευάστηκαν στα βυζαντινά χρόνια)· χωρισμένη σε έξι τμήματα με δύο εντυπωσιακά τετράπυλα στα σταυροδρόμια, είχε μια ελλειπτικά ανεπτυγμένη αγορά και πολλά άλλα μνημεία.
Ο ναβαταϊκο-ρωμαϊκός ναός της θεάς των πηγών Αλάτ, χτισμένος πάνω στο Τζέμπελ Ραμ το πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., παρουσιάζει έντονες αναλογίες με την αρχιτεκτονική της ναβαταϊκο-ελληνιστικής περιόδου της Πέτρας. Αποτελείται από μια ορθογώνια αίθουσα, με κίονες ενσωματωμένους στους πλαϊνούς τοίχους και στον τοίχο του βάθους, με εσωτερικά προπύλαια εισόδου στη μετωπική πλευρά, υπερυψωμένο σηκό στο κέντρο της αίθουσας και μικρότερους ιερούς χώρους στο εξωτερικό μέρος των τριών πλευρών του ναού.
Στην τέχνη της ρωμαϊκής περιόδου δεν έλειψε, ωστόσο, ποτέ το ανατολίτικο, αντικλασικό ύφος, το οποίο γινόταν όλο και πιο έντονο με το πέρασμα του χρόνου· οι μνημειακοί τάφοι της κοιλάδας των Κέδρων στην Ιερουσαλήμ, με τη χαρακτηριστική τους αντιπαράθεση ελληνιστικής και ανατολικής τεχνοτροπίας, και ιδιαίτερα οι προσόψεις των σκαμμένων στους βράχους τάφων της Πέτρας, αναδεικνύουν τη δύναμη ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ελληνιστικό πνεύμα.
Ανάμεσα στα μνημεία που βρέθηκαν στη βόρεια περιφέρεια του βασιλείου των Ναβαταίων, δηλαδή στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και της Νεκράς θάλασσας (Ουμ ελ Τζμαλ, Ντιμπάν, Καράκ), ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο ναός του Κιρμπέτ-ετ-Τανούρ, ένα από τα σπάνια ναβαταϊκά ιερά (25 π.Χ. – 125 μ.Χ.), με μνημειώδη πρόσοψη χαρακτηριστική για τους κίονες και τις παραστάδες της, και δύο αυλές τοποθετημένες αντικριστά, που περιέχουν βωμούς, ενώ η δεύτερη από αυτές περιλαμβάνει και το κυρίως ιερό. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα προσδίδει στην τοποθεσία αυτή το γεγονός ότι εκεί βρέθηκαν είδη ναβαταϊκής κεραμικής με λεπτότατα τοιχώματα, διακοσμημένα με στιλιζαρισμένα καστανοκόκκινα άνθη σε ανοιχτό ρόδινο φόντο, καθώς και αγάλματα και διακοσμητικά γλυπτά που μαρτυρούν έντονη άνθηση των ανατολικών καλλιτεχνικών τάσεων, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της ελληνιστικής εικονογραφίας.
Από τη βυζαντινή έως τη σύγχρονη εποχή. Η βυζαντινή περίοδος άφησε στην Ι. πολυάριθμες εκκλησίες: από τη Σαμάρεια μέχρι τη Σιλών, από την Ιερουσαλήμ, όπου έγιναν μεγάλες επεμβάσεις την εποχή των Σταυροφοριών, μέχρι τη Βηθλεέμ με την εκκλησία της Γέννησης όπως αναστηλώθηκε από τον Ιουστινιανό, από το Ουμ ελ Τζμαλ, με τις δεκαπέντε εκκλησίες, μέχρι τη Γέρασα, με τις δεκατρείς εκκλησίες και τα ερείπια των χριστιανικών ναών και του μοναστηριού του όρους Ναβαύ και των ναών της Μαντάμπα, σχεδόν παντού υπάρχουν θρησκευτικά κτίσματα. Σε όλες αυτές τις ιορδανικές εκκλησίες υπάρχουν μωσαϊκά, δάπεδα κυρίως, όπως εκείνα των εκκλησιών της Γέρασα (τα οποία και σήμερα ακόμα διατηρούνται στο σημείο που βρέθηκαν), εκείνα του όρους Ναβαύ (στα οποία εμφανίζεται και ένας φανταστικός Ναός της Ιερουσαλήμ) και τέλος εκείνα της Μαντάμπα, με σκηνές κυνηγιού, αγροτικών εργασιών και σκηνές μυθολογικές, καθώς και με τον περίφημο γεωγραφικό χάρτη της Παλαιστίνης – μοναδικό αντίτυπο αρχαίου οδηγού τοπικής περιήγησης.
Η αραβική εισβολή (640) έδωσε μια καινούργια κατεύθυνση στην καλλιτεχνική άνθηση της Ι. Τυπικά δημιουργήματα που άφησαν οι Ομεϊάδες χαλίφηδες είναι τα κάστρα της ερήμου, χτισμένα τον 8ο αι. στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στη Μπάλκα, την άγονη ιορδανική στέπα που απλώνεται στα Α της Νεκράς Θάλασσας και, με τους τεχνητά αρδευόμενους κήπους της, προσέφερε στα πρόσωπα της αυλής του χαλίφη τη δυνατότητα μιας ευχάριστης φυγής από τη Δαμασκό. Όλες αυτές οι κατοικίες αναψυχής χαρακτηρίζονται από ομαδική αρχιτεκτονική διευθέτηση των χώρων τους σε δύο ορόφους, γύρω από μια κεντρική αυλή, σύμφωνα με την ανατολική αντίληψη της κατοικίας. Το εξωτερικό τους, συμπαγές, ογκώδες και ενισχυμένο με πύργους σαν ρωμαϊκό οχυρό, φορτωμένο με τείχη, τεράστιους θόλους και τρούλους, βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με το εσωτερικό τους, που φαιδρύνεται από έναν πλούτο ζωγραφικής, μωσαϊκών, γύψινων διακοσμήσεων, με αναπαραστάσεις κυνηγιού, ζώων σε ελευθερία, χορών, μουσικών εκδηλώσεων, και με σκηνές από φαγοπότια, λουτρά ή άλλες ανακτορικές διασκεδάσεις. Οι τελευταίες εκφάνσεις του συρο-ελληνιστικού νατουραλισμού (ζώα και γυμνή λουομένη του Αλ-Άμρα) συγχωνεύονται με τη νέα αραβική τάση για καθαρή διακόσμηση, με την αγάπη για συνθέσεις εμπνευσμένες από τον φυτικό κόσμο, για στιλιζαρισμένες φιγούρες, μια τεχνοτροπία που θριαμβεύει στα στολίδια της πρόσοψης του ελ Μουσατά (αληθινά κεντίδια πάνω στην πέτρα, που τώρα βρίσκονται στο Κρατικό Μουσείο του Βερολίνου) καθώς και στα λίθινα γλυπτά με τα νεγροειδή χαρακτηριστικά, στα μωσαϊκά και στις γύψινες διακοσμήσεις του ελ Μαφτζάρ.
Η περίοδος των Σταυροφοριών άφησε και αυτή πάμπολλα καλλιτεχνικά ίχνη στην Ι., τα σπουδαιότερα από τα οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή μέσα στα όρια του Ισραήλ. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες κατασκευάστηκαν εκείνη την εποχή, ουσιαστικά από την αρχή, και εμφανίζονται σήμερα με ρωμανικό μανδύα. Τα πιο έξοχα δείγματα είναι στην Ιερουσαλήμ: οι Ναοί του Παναγίου Τάφου, της Αγίας Άννας, της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικής τεχνοτροπίας. Από την επισκευή που πραγματοποίησαν οι Σταυροφόροι στον Ναό της Γέννησης, στη Βηθλεέμ, διατηρούνται αρκετά κομμάτια. Στην Κουμπέιμπα μπορεί και σήμερα να δει κανείς τα σπίτια του χωριού των Σταυροφόρων. Το αξιολογότερο μνημείο της εποχής των Σταυροφοριών στην ανατολική Ι. είναι το φρούριο του Καράκ, με τις θολωτές σκεπαστές γαλαρίες του, συνδεδεμένες με αψίδες και εσωτερικούς χώρους, ένας από τους οποίους είναι κυκλικός και καλύπτεται με τρούλο.
Η τελευταία μεγάλη καλλιτεχνική περίοδος υπήρξε η οθωμανική. Οι ριζικές μετασκευές που έγιναν στα τεμένη της Ιερουσαλήμ τον 16ο αι. και συνοδεύτηκαν από ορισμένα νέα οικοδομικά έργα, όπως η κρήνη του Σουλεϊμάν κοντά στην Τριπλή Πύλη και η υπέροχη Πύλη της Δαμασκού, καθώς και η ανακατασκευή των ογκωδών τειχών της πόλης, συνέβαλαν σημαντικά στο να αποκτήσει η Ιερουσαλήμ τη σημερινή της όψη. Πρόσφατα τουρκικά μνημεία, ανάμεσα στα οποία ο Νέος Μεντρεσές και το Νέο Τέμενος, εμφανίστηκαν στο Καράκ μετά το 1893.
Στη σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να μνημονευθεί η πρόσφατη ανάπτυξη του Αμμάν, η οποία άρχισε από το 1950. Από τα έργα κοινής ωφελείας της πρωτεύουσας θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ιδιαίτερα το εντυπωσιακό συγκρότημα του Κέντρου Νεότητας Χουσεΐν, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μεγάλο αριθμό κτιρίων και εγκαταστάσεων –αίθουσες διαλέξεων, στάδια και άλλες εγκαταστάσεις αθλητισμού ή αναψυχής– σε εντελώς μοντέρνο στιλ, κατά το οποίο η παραδοσιακή αραβική αρχιτεκτονική δεν έχει θέση παρά μόνο σε μερικές δευτερεύουσες λεπτομέρειες.
Όσο για τη ζωγραφική, δεν έχει βρει ακόμα στην Ι. έναν αυτόνομο λειτουργικό χώρο. Ο μοναδικός σημαντικός καλλιτέχνης που βρίσκεται στην Ι. είναι ο Μουσταφά Αλχαλάτζι, οι πίνακες του οποίου είναι διαποτισμένοι από ένα έντονο πολιτικό μήνυμα υπέρ της παλαιστινιακής υπόθεσης.Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της Ι. δύσκολα μπορούν να αποσυνδεθούν από εκείνα του Ισραήλ, γιατί, ουσιαστικά, ανήκουν όλα τους στη σφαίρα της παλαιστινιακής κουλτούρας. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε θεώρηση της ιορδανικής τέχνης, για να αποτελεί πιστή απεικόνιση των αισθητικών φαινομένων και να δίνει ένα ιστορικό και κριτικό πανόραμα, θα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει και περιοχές ή τόπους που βρίσκονται σήμερα μέσα στα όρια του Ισραήλ.
Από την παλαιολιθική εποχή έως την εποχή του σιδήρου. Οι αρχαιότερες καλλιτεχνικές μαρτυρίες της Ι. ανήκουν στη μεσολιθική εποχή, που ταυτίζεται με μια κοινωνία κυνηγών, οι οποίοι άφησαν σε διάφορα μέρη της Ι. μικροαντικείμενα λαξεμένα σε ασβεστόλιθο ή σε οστά, με τη σφραγίδα ενός δυναμικού παλαιολιθικού ρεαλισμού: φιγούρες ζαρκαδιών και δορκάδων, μικρά γλυπτά ανθρώπινα κεφάλια, καθώς και το παράξενο θέμα δύο αγκαλιασμένων μορφών.
Οι γλυπτές αυτές παραστάσεις απαντώνται μέχρι την εποχή του χαλκού, καθρεφτίζοντας θέματα από τη ζωή μιας κοινωνίας που έχει ήδη περάσει σε μια οικονομία βασισμένη στην κτηνοτροφία. Μικρότερη ομοιογένεια, τόσο ως τεχνική όσο και ως στιλ, έχουν τα γλυπτά των βράχων της ερήμου της Νεγκέβ, που καλύπτουν μια περίοδο η οποία αρχίζει την εποχή του χαλκού (περίπου 4000 π.Χ.) και φτάνει μέχρι την αραβική εποχή (περίπου 600 μ.Χ.) κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζονται διαδοχικά επτά διαφορετικές τεχνοτροπίες. Η πρώτη εμφάνιση των μετάλλων συμπίπτει χρονικά με τις μαρτυρίες του αστικού πολιτισμού της Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) στο Ισραήλ (4500-3200 π.Χ.) και χαρακτηρίζεται από περίπλοκες υπόγειες κατοικίες, τεφροδόχους σε σχήμα σπιτιών ή ζώων από ζωγραφισμένη τερακότα καθώς και από περίτεχνα αγαλματίδια σε ελεφαντόδοντο. Η εποχή του χαλκού της Ι. (4ος αι. π.Χ.) προσφέρει και ένα σπάνιο δείγμα τοιχογραφίας: τις κατεστραμμένες νωπογραφίες του Τελεϊλάτ και της Γκασούλ, στα Β της Νεκράς θάλασσας.
Τα μεγαλιθικά μνημεία διαδόθηκαν ιδιαίτερα κατά την αρχαιότερη εποχή του χαλκού (3ος αι. π.Χ.) στην ανατολική Ι., η οποία δεν παρουσιάζεται ομοιόμορφη με τη δυτική, εξαιτίας του ημινομαδικού πολιτισμού της. Ωστόσο, δεν έλειπαν και τα κάποιας σημασίας αστικά κέντρα, όπως μαρτυρούν τα ίχνη των τειχών των πόλεων του Ίρμπιντ, στις ακρότατες βόρειες περιοχές, και κυρίως τα λείψανα του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. από την πόλη Ντιμπάν, Α της Νεκράς θάλασσας.
Οι πιο έντονες μαρτυρίες του παρελθόντος βρίσκονται στη δυτική Ι., όπου από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ήταν διαδεδομένος ένας πολιτισμός βασισμένος στον χαλκό και συνδεδεμένος με την άνθηση των αστικών πολιτιστικών κέντρων των Χαναναίων, ο οποίος χαρακτηρίζεται και από αξιόλογα αιγυπτιακά στοιχεία. Στον ελάχιστα συνηθισμένο τύπο των αγαλματιδίων από οπτή γη, παρόμοιων με τα ειδώλια που βρίσκονται στις γειτονικές χώρες, αντιστοιχούν καλλιτεχνήματα από μέταλλο και ελεφαντόδοντο. Τα έργα αυτά όμως, είτε φιλοτεχνημένα εκεί είτε ξενικής προέλευσης, δεν αντιπροσωπεύουν ένα κατεξοχήν ντόπιο καλλιτεχνικό ρεύμα, γιατί εμπίπτουν σε μια παράδοση τέχνης πάνω σε ελεφαντόδοντο ή μέταλλο που αντλεί τη ζωντάνια της από αιγυπτιακές και αιγαιοπελαγίτικες επιρροές, παράδοση που συναντάται κυρίως στα εργαστήρια των γλυπτών, οι οποίοι σκάλιζαν το ελεφαντόδοντο στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, περίπου τον 2ο αι. π.Χ.
Μετά την επιδρομή των λαών της θάλασσας (1200 π.Χ.), ο δυτικός ιορδανικός πολιτισμός της πρώτης εποχής του σιδήρου και το Ισραήλ δέχτηκαν τη σφραγίδα μιας νέας επιρροής καθώς μεσουράνησε το εβραϊκό άστρο.
Ο χεττιτικός τύπος οχυρώσεων με τις θολωτές διόδους, αφού πέρασε από τους Φοίνικες και διατηρήθηκε χάρη σε αυτούς, έκανε την εμφάνισή του στην ακρόπολη της Σαμάρειας, η οποία θεμελιώθηκε από τον Άμρι και έγινε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου του Ισραήλ μετά τον θάνατο του Σολομώντα· τα λείψανα των ανακτόρων του Άμρι και της Άκαμπ έχουν πρωτοαιολικά κιονόκρανα, τα οποία αποτελούν σχηματική εξέλιξη του μοτίβου της φοινικιάς (10ος-7ος αι. π.Χ.), που εμφανίστηκε τόσο στη Μαγεδό όσο και στη Ραμάτ Ραχήλ· στο Ισραήλ πλακίδια από ελεφαντόδοντο με ανάγλυφες παραστάσεις, που βρέθηκαν στα ανάκτορα της Σαμάρειας και πιθανότατα είναι δουλεμένα από Φοίνικες καλλιτέχνες, φανερώνουν αιγυπτιακά και χεττιτικά στοιχεία τεχνοτροπίας. Αντίθετα, πολύ δυσκολότερο είναι να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της τέχνης της πρώτης εποχής του σιδήρου στην ανατολική Ι. Τα μικρά γλυπτά των αρχών του 1ου αι. π.Χ. που ανακαλύφθηκαν στο Αμμάν, τη σημερινή πρωτεύουσα της Ι., μαρτυρούν την ύπαρξη μιας εγχώριας σχολής γλυπτικής, που ακολούθησε δικούς της εκφραστικούς τρόπους προκειμένου να αποδώσει σε σμίκρυνση την ανθρώπινη φιγούρα.
Η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος. Μετά την περσική κατάκτηση και την εγκατάσταση μερικών Ελλήνων εμπόρων, η χώρα άρχισε να ανοίγει τις πύλες της στην εισαγωγή ελληνικών προϊόντων (αττικά κεραμικά)· μια πραγματική ελληνική επίδραση, όμως, στην τοπική τέχνη παρατηρείται από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ελληνιστική περίοδος και ακόμα περισσότερο η ρωμαϊκή (που αρχίζει από το 64 π.Χ.) άφησαν βαθιά ίχνη στην τέχνη της Ι. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν το φρούριο της Σαμάρειας με τους κυκλικούς πύργους καθώς και το ενδιαφέρον μαυσωλείο Αράκ Αλ-Αμίρ, το Κάστρο των Τωβιάδων όπως ονομάζεται (3ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), του οποίου η αρχιτεκτονική, με τα κιονόκρανα που θυμίζουν μνημεία της Πέτρας, συμπληρώνεται από διακοσμητικά στοιχεία ανατολικής τεχνοτροπίας, όπως το διάζωμα των λιονταριών σε ασσυριακό στιλ. Πολυάριθμα είναι τα λείψανα της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας του Ηρώδη του Μεγάλου: οι δύο ναοί και το στάδιο της Σαμάρειας, τα ερείπια του Ναού της Ιερουσαλήμ και του φρουρίου Αντόνια, τα ερείπια του ανακτόρου στην ανοικοδομημένη Ιεριχώ, ο περίβολος του Χαράμ αλ-Χαλίλ στη Χεβρώνα και, τέλος, το Ηρώδειο, το οποίο ο Ηρώδης ο Μέγας χρησιμοποίησε αρχικά ως ανάκτορο, για να γίνει έπειτα το μαυσωλείο του. Η κλασική τέχνη εναποθέτει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη σφραγίδα της στο πολεοδομικό σχέδιο των μεγάλων πόλεων, από τις οποίες η Γέρασα (Τζεράς ή Τζαράς σήμερα) αποτελεί το σπουδαιότερο παράδειγμα. Εκτός από μερικά κτίσματα, όπως ο ιππόδρομος και η αψίδα του θριάμβου, ολόκληρη η υπόλοιπη πόλη ήταν κλεισμένη στα ρωμαϊκά τείχη (που ανακατασκευάστηκαν στα βυζαντινά χρόνια)· χωρισμένη σε έξι τμήματα με δύο εντυπωσιακά τετράπυλα στα σταυροδρόμια, είχε μια ελλειπτικά ανεπτυγμένη αγορά και πολλά άλλα μνημεία.
Ο ναβαταϊκο-ρωμαϊκός ναός της θεάς των πηγών Αλάτ, χτισμένος πάνω στο Τζέμπελ Ραμ το πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., παρουσιάζει έντονες αναλογίες με την αρχιτεκτονική της ναβαταϊκο-ελληνιστικής περιόδου της Πέτρας. Αποτελείται από μια ορθογώνια αίθουσα, με κίονες ενσωματωμένους στους πλαϊνούς τοίχους και στον τοίχο του βάθους, με εσωτερικά προπύλαια εισόδου στη μετωπική πλευρά, υπερυψωμένο σηκό στο κέντρο της αίθουσας και μικρότερους ιερούς χώρους στο εξωτερικό μέρος των τριών πλευρών του ναού.
Στην τέχνη της ρωμαϊκής περιόδου δεν έλειψε, ωστόσο, ποτέ το ανατολίτικο, αντικλασικό ύφος, το οποίο γινόταν όλο και πιο έντονο με το πέρασμα του χρόνου· οι μνημειακοί τάφοι της κοιλάδας των Κέδρων στην Ιερουσαλήμ, με τη χαρακτηριστική τους αντιπαράθεση ελληνιστικής και ανατολικής τεχνοτροπίας, και ιδιαίτερα οι προσόψεις των σκαμμένων στους βράχους τάφων της Πέτρας, αναδεικνύουν τη δύναμη ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ελληνιστικό πνεύμα.
Ανάμεσα στα μνημεία που βρέθηκαν στη βόρεια περιφέρεια του βασιλείου των Ναβαταίων, δηλαδή στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και της Νεκράς θάλασσας (Ουμ ελ Τζμαλ, Ντιμπάν, Καράκ), ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο ναός του Κιρμπέτ-ετ-Τανούρ, ένα από τα σπάνια ναβαταϊκά ιερά (25 π.Χ. – 125 μ.Χ.), με μνημειώδη πρόσοψη χαρακτηριστική για τους κίονες και τις παραστάδες της, και δύο αυλές τοποθετημένες αντικριστά, που περιέχουν βωμούς, ενώ η δεύτερη από αυτές περιλαμβάνει και το κυρίως ιερό. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα προσδίδει στην τοποθεσία αυτή το γεγονός ότι εκεί βρέθηκαν είδη ναβαταϊκής κεραμικής με λεπτότατα τοιχώματα, διακοσμημένα με στιλιζαρισμένα καστανοκόκκινα άνθη σε ανοιχτό ρόδινο φόντο, καθώς και αγάλματα και διακοσμητικά γλυπτά που μαρτυρούν έντονη άνθηση των ανατολικών καλλιτεχνικών τάσεων, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της ελληνιστικής εικονογραφίας.
Από τη βυζαντινή έως τη σύγχρονη εποχή. Η βυζαντινή περίοδος άφησε στην Ι. πολυάριθμες εκκλησίες: από τη Σαμάρεια μέχρι τη Σιλών, από την Ιερουσαλήμ, όπου έγιναν μεγάλες επεμβάσεις την εποχή των Σταυροφοριών, μέχρι τη Βηθλεέμ με την εκκλησία της Γέννησης όπως αναστηλώθηκε από τον Ιουστινιανό, από το Ουμ ελ Τζμαλ, με τις δεκαπέντε εκκλησίες, μέχρι τη Γέρασα, με τις δεκατρείς εκκλησίες και τα ερείπια των χριστιανικών ναών και του μοναστηριού του όρους Ναβαύ και των ναών της Μαντάμπα, σχεδόν παντού υπάρχουν θρησκευτικά κτίσματα. Σε όλες αυτές τις ιορδανικές εκκλησίες υπάρχουν μωσαϊκά, δάπεδα κυρίως, όπως εκείνα των εκκλησιών της Γέρασα (τα οποία και σήμερα ακόμα διατηρούνται στο σημείο που βρέθηκαν), εκείνα του όρους Ναβαύ (στα οποία εμφανίζεται και ένας φανταστικός Ναός της Ιερουσαλήμ) και τέλος εκείνα της Μαντάμπα, με σκηνές κυνηγιού, αγροτικών εργασιών και σκηνές μυθολογικές, καθώς και με τον περίφημο γεωγραφικό χάρτη της Παλαιστίνης – μοναδικό αντίτυπο αρχαίου οδηγού τοπικής περιήγησης.
Η αραβική εισβολή (640) έδωσε μια καινούργια κατεύθυνση στην καλλιτεχνική άνθηση της Ι. Τυπικά δημιουργήματα που άφησαν οι Ομεϊάδες χαλίφηδες είναι τα κάστρα της ερήμου, χτισμένα τον 8ο αι. στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στη Μπάλκα, την άγονη ιορδανική στέπα που απλώνεται στα Α της Νεκράς Θάλασσας και, με τους τεχνητά αρδευόμενους κήπους της, προσέφερε στα πρόσωπα της αυλής του χαλίφη τη δυνατότητα μιας ευχάριστης φυγής από τη Δαμασκό. Όλες αυτές οι κατοικίες αναψυχής χαρακτηρίζονται από ομαδική αρχιτεκτονική διευθέτηση των χώρων τους σε δύο ορόφους, γύρω από μια κεντρική αυλή, σύμφωνα με την ανατολική αντίληψη της κατοικίας. Το εξωτερικό τους, συμπαγές, ογκώδες και ενισχυμένο με πύργους σαν ρωμαϊκό οχυρό, φορτωμένο με τείχη, τεράστιους θόλους και τρούλους, βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με το εσωτερικό τους, που φαιδρύνεται από έναν πλούτο ζωγραφικής, μωσαϊκών, γύψινων διακοσμήσεων, με αναπαραστάσεις κυνηγιού, ζώων σε ελευθερία, χορών, μουσικών εκδηλώσεων, και με σκηνές από φαγοπότια, λουτρά ή άλλες ανακτορικές διασκεδάσεις. Οι τελευταίες εκφάνσεις του συρο-ελληνιστικού νατουραλισμού (ζώα και γυμνή λουομένη του Αλ-Άμρα) συγχωνεύονται με τη νέα αραβική τάση για καθαρή διακόσμηση, με την αγάπη για συνθέσεις εμπνευσμένες από τον φυτικό κόσμο, για στιλιζαρισμένες φιγούρες, μια τεχνοτροπία που θριαμβεύει στα στολίδια της πρόσοψης του ελ Μουσατά (αληθινά κεντίδια πάνω στην πέτρα, που τώρα βρίσκονται στο Κρατικό Μουσείο του Βερολίνου) καθώς και στα λίθινα γλυπτά με τα νεγροειδή χαρακτηριστικά, στα μωσαϊκά και στις γύψινες διακοσμήσεις του ελ Μαφτζάρ.
Η περίοδος των Σταυροφοριών άφησε και αυτή πάμπολλα καλλιτεχνικά ίχνη στην Ι., τα σπουδαιότερα από τα οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή μέσα στα όρια του Ισραήλ. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες κατασκευάστηκαν εκείνη την εποχή, ουσιαστικά από την αρχή, και εμφανίζονται σήμερα με ρωμανικό μανδύα. Τα πιο έξοχα δείγματα είναι στην Ιερουσαλήμ: οι Ναοί του Παναγίου Τάφου, της Αγίας Άννας, της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικής τεχνοτροπίας. Από την επισκευή που πραγματοποίησαν οι Σταυροφόροι στον Ναό της Γέννησης, στη Βηθλεέμ, διατηρούνται αρκετά κομμάτια. Στην Κουμπέιμπα μπορεί και σήμερα να δει κανείς τα σπίτια του χωριού των Σταυροφόρων. Το αξιολογότερο μνημείο της εποχής των Σταυροφοριών στην ανατολική Ι. είναι το φρούριο του Καράκ, με τις θολωτές σκεπαστές γαλαρίες του, συνδεδεμένες με αψίδες και εσωτερικούς χώρους, ένας από τους οποίους είναι κυκλικός και καλύπτεται με τρούλο.
Η τελευταία μεγάλη καλλιτεχνική περίοδος υπήρξε η οθωμανική. Οι ριζικές μετασκευές που έγιναν στα τεμένη της Ιερουσαλήμ τον 16ο αι. και συνοδεύτηκαν από ορισμένα νέα οικοδομικά έργα, όπως η κρήνη του Σουλεϊμάν κοντά στην Τριπλή Πύλη και η υπέροχη Πύλη της Δαμασκού, καθώς και η ανακατασκευή των ογκωδών τειχών της πόλης, συνέβαλαν σημαντικά στο να αποκτήσει η Ιερουσαλήμ τη σημερινή της όψη. Πρόσφατα τουρκικά μνημεία, ανάμεσα στα οποία ο Νέος Μεντρεσές και το Νέο Τέμενος, εμφανίστηκαν στο Καράκ μετά το 1893.
Στη σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να μνημονευθεί η πρόσφατη ανάπτυξη του Αμμάν, η οποία άρχισε από το 1950. Από τα έργα κοινής ωφελείας της πρωτεύουσας θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ιδιαίτερα το εντυπωσιακό συγκρότημα του Κέντρου Νεότητας Χουσεΐν, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μεγάλο αριθμό κτιρίων και εγκαταστάσεων –αίθουσες διαλέξεων, στάδια και άλλες εγκαταστάσεις αθλητισμού ή αναψυχής– σε εντελώς μοντέρνο στιλ, κατά το οποίο η παραδοσιακή αραβική αρχιτεκτονική δεν έχει θέση παρά μόνο σε μερικές δευτερεύουσες λεπτομέρειες.
Όσο για τη ζωγραφική, δεν έχει βρει ακόμα στην Ι. έναν αυτόνομο λειτουργικό χώρο. Ο μοναδικός σημαντικός καλλιτέχνης που βρίσκεται στην Ι. είναι ο Μουσταφά Αλχαλάτζι, οι πίνακες του οποίου είναι διαποτισμένοι από ένα έντονο πολιτικό μήνυμα υπέρ της παλαιστινιακής υπόθεσης.Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της Ι. δύσκολα μπορούν να αποσυνδεθούν από εκείνα του Ισραήλ, γιατί, ουσιαστικά, ανήκουν όλα τους στη σφαίρα της παλαιστινιακής κουλτούρας. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε θεώρηση της ιορδανικής τέχνης, για να αποτελεί πιστή απεικόνιση των αισθητικών φαινομένων και να δίνει ένα ιστορικό και κριτικό πανόραμα, θα πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει και περιοχές ή τόπους που βρίσκονται σήμερα μέσα στα όρια του Ισραήλ.
Από την παλαιολιθική εποχή έως την εποχή του σιδήρου. Οι αρχαιότερες καλλιτεχνικές μαρτυρίες της Ι. ανήκουν στη μεσολιθική εποχή, που ταυτίζεται με μια κοινωνία κυνηγών, οι οποίοι άφησαν σε διάφορα μέρη της Ι. μικροαντικείμενα λαξεμένα σε ασβεστόλιθο ή σε οστά, με τη σφραγίδα ενός δυναμικού παλαιολιθικού ρεαλισμού: φιγούρες ζαρκαδιών και δορκάδων, μικρά γλυπτά ανθρώπινα κεφάλια, καθώς και το παράξενο θέμα δύο αγκαλιασμένων μορφών.
Οι γλυπτές αυτές παραστάσεις απαντώνται μέχρι την εποχή του χαλκού, καθρεφτίζοντας θέματα από τη ζωή μιας κοινωνίας που έχει ήδη περάσει σε μια οικονομία βασισμένη στην κτηνοτροφία. Μικρότερη ομοιογένεια, τόσο ως τεχνική όσο και ως στιλ, έχουν τα γλυπτά των βράχων της ερήμου της Νεγκέβ, που καλύπτουν μια περίοδο η οποία αρχίζει την εποχή του χαλκού (περίπου 4000 π.Χ.) και φτάνει μέχρι την αραβική εποχή (περίπου 600 μ.Χ.) κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζονται διαδοχικά επτά διαφορετικές τεχνοτροπίες. Η πρώτη εμφάνιση των μετάλλων συμπίπτει χρονικά με τις μαρτυρίες του αστικού πολιτισμού της Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) στο Ισραήλ (4500-3200 π.Χ.) και χαρακτηρίζεται από περίπλοκες υπόγειες κατοικίες, τεφροδόχους σε σχήμα σπιτιών ή ζώων από ζωγραφισμένη τερακότα καθώς και από περίτεχνα αγαλματίδια σε ελεφαντόδοντο. Η εποχή του χαλκού της Ι. (4ος αι. π.Χ.) προσφέρει και ένα σπάνιο δείγμα τοιχογραφίας: τις κατεστραμμένες νωπογραφίες του Τελεϊλάτ και της Γκασούλ, στα Β της Νεκράς θάλασσας.
Τα μεγαλιθικά μνημεία διαδόθηκαν ιδιαίτερα κατά την αρχαιότερη εποχή του χαλκού (3ος αι. π.Χ.) στην ανατολική Ι., η οποία δεν παρουσιάζεται ομοιόμορφη με τη δυτική, εξαιτίας του ημινομαδικού πολιτισμού της. Ωστόσο, δεν έλειπαν και τα κάποιας σημασίας αστικά κέντρα, όπως μαρτυρούν τα ίχνη των τειχών των πόλεων του Ίρμπιντ, στις ακρότατες βόρειες περιοχές, και κυρίως τα λείψανα του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. από την πόλη Ντιμπάν, Α της Νεκράς θάλασσας.
Οι πιο έντονες μαρτυρίες του παρελθόντος βρίσκονται στη δυτική Ι., όπου από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ήταν διαδεδομένος ένας πολιτισμός βασισμένος στον χαλκό και συνδεδεμένος με την άνθηση των αστικών πολιτιστικών κέντρων των Χαναναίων, ο οποίος χαρακτηρίζεται και από αξιόλογα αιγυπτιακά στοιχεία. Στον ελάχιστα συνηθισμένο τύπο των αγαλματιδίων από οπτή γη, παρόμοιων με τα ειδώλια που βρίσκονται στις γειτονικές χώρες, αντιστοιχούν καλλιτεχνήματα από μέταλλο και ελεφαντόδοντο. Τα έργα αυτά όμως, είτε φιλοτεχνημένα εκεί είτε ξενικής προέλευσης, δεν αντιπροσωπεύουν ένα κατεξοχήν ντόπιο καλλιτεχνικό ρεύμα, γιατί εμπίπτουν σε μια παράδοση τέχνης πάνω σε ελεφαντόδοντο ή μέταλλο που αντλεί τη ζωντάνια της από αιγυπτιακές και αιγαιοπελαγίτικες επιρροές, παράδοση που συναντάται κυρίως στα εργαστήρια των γλυπτών, οι οποίοι σκάλιζαν το ελεφαντόδοντο στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, περίπου τον 2ο αι. π.Χ.
Μετά την επιδρομή των λαών της θάλασσας (1200 π.Χ.), ο δυτικός ιορδανικός πολιτισμός της πρώτης εποχής του σιδήρου και το Ισραήλ δέχτηκαν τη σφραγίδα μιας νέας επιρροής καθώς μεσουράνησε το εβραϊκό άστρο.
Ο χεττιτικός τύπος οχυρώσεων με τις θολωτές διόδους, αφού πέρασε από τους Φοίνικες και διατηρήθηκε χάρη σε αυτούς, έκανε την εμφάνισή του στην ακρόπολη της Σαμάρειας, η οποία θεμελιώθηκε από τον Άμρι και έγινε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου του Ισραήλ μετά τον θάνατο του Σολομώντα· τα λείψανα των ανακτόρων του Άμρι και της Άκαμπ έχουν πρωτοαιολικά κιονόκρανα, τα οποία αποτελούν σχηματική εξέλιξη του μοτίβου της φοινικιάς (10ος-7ος αι. π.Χ.), που εμφανίστηκε τόσο στη Μαγεδό όσο και στη Ραμάτ Ραχήλ· στο Ισραήλ πλακίδια από ελεφαντόδοντο με ανάγλυφες παραστάσεις, που βρέθηκαν στα ανάκτορα της Σαμάρειας και πιθανότατα είναι δουλεμένα από Φοίνικες καλλιτέχνες, φανερώνουν αιγυπτιακά και χεττιτικά στοιχεία τεχνοτροπίας. Αντίθετα, πολύ δυσκολότερο είναι να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της τέχνης της πρώτης εποχής του σιδήρου στην ανατολική Ι. Τα μικρά γλυπτά των αρχών του 1ου αι. π.Χ. που ανακαλύφθηκαν στο Αμμάν, τη σημερινή πρωτεύουσα της Ι., μαρτυρούν την ύπαρξη μιας εγχώριας σχολής γλυπτικής, που ακολούθησε δικούς της εκφραστικούς τρόπους προκειμένου να αποδώσει σε σμίκρυνση την ανθρώπινη φιγούρα.
Η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος. Μετά την περσική κατάκτηση και την εγκατάσταση μερικών Ελλήνων εμπόρων, η χώρα άρχισε να ανοίγει τις πύλες της στην εισαγωγή ελληνικών προϊόντων (αττικά κεραμικά)· μια πραγματική ελληνική επίδραση, όμως, στην τοπική τέχνη παρατηρείται από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ελληνιστική περίοδος και ακόμα περισσότερο η ρωμαϊκή (που αρχίζει από το 64 π.Χ.) άφησαν βαθιά ίχνη στην τέχνη της Ι. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν το φρούριο της Σαμάρειας με τους κυκλικούς πύργους καθώς και το ενδιαφέρον μαυσωλείο Αράκ Αλ-Αμίρ, το Κάστρο των Τωβιάδων όπως ονομάζεται (3ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), του οποίου η αρχιτεκτονική, με τα κιονόκρανα που θυμίζουν μνημεία της Πέτρας, συμπληρώνεται από διακοσμητικά στοιχεία ανατολικής τεχνοτροπίας, όπως το διάζωμα των λιονταριών σε ασσυριακό στιλ. Πολυάριθμα είναι τα λείψανα της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας του Ηρώδη του Μεγάλου: οι δύο ναοί και το στάδιο της Σαμάρειας, τα ερείπια του Ναού της Ιερουσαλήμ και του φρουρίου Αντόνια, τα ερείπια του ανακτόρου στην ανοικοδομημένη Ιεριχώ, ο περίβολος του Χαράμ αλ-Χαλίλ στη Χεβρώνα και, τέλος, το Ηρώδειο, το οποίο ο Ηρώδης ο Μέγας χρησιμοποίησε αρχικά ως ανάκτορο, για να γίνει έπειτα το μαυσωλείο του. Η κλασική τέχνη εναποθέτει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη σφραγίδα της στο πολεοδομικό σχέδιο των μεγάλων πόλεων, από τις οποίες η Γέρασα (Τζεράς ή Τζαράς σήμερα) αποτελεί το σπουδαιότερο παράδειγμα. Εκτός από μερικά κτίσματα, όπως ο ιππόδρομος και η αψίδα του θριάμβου, ολόκληρη η υπόλοιπη πόλη ήταν κλεισμένη στα ρωμαϊκά τείχη (που ανακατασκευάστηκαν στα βυζαντινά χρόνια)· χωρισμένη σε έξι τμήματα με δύο εντυπωσιακά τετράπυλα στα σταυροδρόμια, είχε μια ελλειπτικά ανεπτυγμένη αγορά και πολλά άλλα μνημεία.
Ο ναβαταϊκο-ρωμαϊκός ναός της θεάς των πηγών Αλάτ, χτισμένος πάνω στο Τζέμπελ Ραμ το πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., παρουσιάζει έντονες αναλογίες με την αρχιτεκτονική της ναβαταϊκο-ελληνιστικής περιόδου της Πέτρας. Αποτελείται από μια ορθογώνια αίθουσα, με κίονες ενσωματωμένους στους πλαϊνούς τοίχους και στον τοίχο του βάθους, με εσωτερικά προπύλαια εισόδου στη μετωπική πλευρά, υπερυψωμένο σηκό στο κέντρο της αίθουσας και μικρότερους ιερούς χώρους στο εξωτερικό μέρος των τριών πλευρών του ναού.
Στην τέχνη της ρωμαϊκής περιόδου δεν έλειψε, ωστόσο, ποτέ το ανατολίτικο, αντικλασικό ύφος, το οποίο γινόταν όλο και πιο έντονο με το πέρασμα του χρόνου· οι μνημειακοί τάφοι της κοιλάδας των Κέδρων στην Ιερουσαλήμ, με τη χαρακτηριστική τους αντιπαράθεση ελληνιστικής και ανατολικής τεχνοτροπίας, και ιδιαίτερα οι προσόψεις των σκαμμένων στους βράχους τάφων της Πέτρας, αναδεικνύουν τη δύναμη ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ελληνιστικό πνεύμα.
Ανάμεσα στα μνημεία που βρέθηκαν στη βόρεια περιφέρεια του βασιλείου των Ναβαταίων, δηλαδή στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη και της Νεκράς θάλασσας (Ουμ ελ Τζμαλ, Ντιμπάν, Καράκ), ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο ναός του Κιρμπέτ-ετ-Τανούρ, ένα από τα σπάνια ναβαταϊκά ιερά (25 π.Χ. – 125 μ.Χ.), με μνημειώδη πρόσοψη χαρακτηριστική για τους κίονες και τις παραστάδες της, και δύο αυλές τοποθετημένες αντικριστά, που περιέχουν βωμούς, ενώ η δεύτερη από αυτές περιλαμβάνει και το κυρίως ιερό. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα προσδίδει στην τοποθεσία αυτή το γεγονός ότι εκεί βρέθηκαν είδη ναβαταϊκής κεραμικής με λεπτότατα τοιχώματα, διακοσμημένα με στιλιζαρισμένα καστανοκόκκινα άνθη σε ανοιχτό ρόδινο φόντο, καθώς και αγάλματα και διακοσμητικά γλυπτά που μαρτυρούν έντονη άνθηση των ανατολικών καλλιτεχνικών τάσεων, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της ελληνιστικής εικονογραφίας.
Από τη βυζαντινή έως τη σύγχρονη εποχή. Η βυζαντινή περίοδος άφησε στην Ι. πολυάριθμες εκκλησίες: από τη Σαμάρεια μέχρι τη Σιλών, από την Ιερουσαλήμ, όπου έγιναν μεγάλες επεμβάσεις την εποχή των Σταυροφοριών, μέχρι τη Βηθλεέμ με την εκκλησία της Γέννησης όπως αναστηλώθηκε από τον Ιουστινιανό, από το Ουμ ελ Τζμαλ, με τις δεκαπέντε εκκλησίες, μέχρι τη Γέρασα, με τις δεκατρείς εκκλησίες και τα ερείπια των χριστιανικών ναών και του μοναστηριού του όρους Ναβαύ και των ναών της Μαντάμπα, σχεδόν παντού υπάρχουν θρησκευτικά κτίσματα. Σε όλες αυτές τις ιορδανικές εκκλησίες υπάρχουν μωσαϊκά, δάπεδα κυρίως, όπως εκείνα των εκκλησιών της Γέρασα (τα οποία και σήμερα ακόμα διατηρούνται στο σημείο που βρέθηκαν), εκείνα του όρους Ναβαύ (στα οποία εμφανίζεται και ένας φανταστικός Ναός της Ιερουσαλήμ) και τέλος εκείνα της Μαντάμπα, με σκηνές κυνηγιού, αγροτικών εργασιών και σκηνές μυθολογικές, καθώς και με τον περίφημο γεωγραφικό χάρτη της Παλαιστίνης – μοναδικό αντίτυπο αρχαίου οδηγού τοπικής περιήγησης.
Η αραβική εισβολή (640) έδωσε μια καινούργια κατεύθυνση στην καλλιτεχνική άνθηση της Ι. Τυπικά δημιουργήματα που άφησαν οι Ομεϊάδες χαλίφηδες είναι τα κάστρα της ερήμου, χτισμένα τον 8ο αι. στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στη Μπάλκα, την άγονη ιορδανική στέπα που απλώνεται στα Α της Νεκράς Θάλασσας και, με τους τεχνητά αρδευόμενους κήπους της, προσέφερε στα πρόσωπα της αυλής του χαλίφη τη δυνατότητα μιας ευχάριστης φυγής από τη Δαμασκό. Όλες αυτές οι κατοικίες αναψυχής χαρακτηρίζονται από ομαδική αρχιτεκτονική διευθέτηση των χώρων τους σε δύο ορόφους, γύρω από μια κεντρική αυλή, σύμφωνα με την ανατολική αντίληψη της κατοικίας. Το εξωτερικό τους, συμπαγές, ογκώδες και ενισχυμένο με πύργους σαν ρωμαϊκό οχυρό, φορτωμένο με τείχη, τεράστιους θόλους και τρούλους, βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με το εσωτερικό τους, που φαιδρύνεται από έναν πλούτο ζωγραφικής, μωσαϊκών, γύψινων διακοσμήσεων, με αναπαραστάσεις κυνηγιού, ζώων σε ελευθερία, χορών, μουσικών εκδηλώσεων, και με σκηνές από φαγοπότια, λουτρά ή άλλες ανακτορικές διασκεδάσεις. Οι τελευταίες εκφάνσεις του συρο-ελληνιστικού νατουραλισμού (ζώα και γυμνή λουομένη του Αλ-Άμρα) συγχωνεύονται με τη νέα αραβική τάση για καθαρή διακόσμηση, με την αγάπη για συνθέσεις εμπνευσμένες από τον φυτικό κόσμο, για στιλιζαρισμένες φιγούρες, μια τεχνοτροπία που θριαμβεύει στα στολίδια της πρόσοψης του ελ Μουσατά (αληθινά κεντίδια πάνω στην πέτρα, που τώρα βρίσκονται στο Κρατικό Μουσείο του Βερολίνου) καθώς και στα λίθινα γλυπτά με τα νεγροειδή χαρακτηριστικά, στα μωσαϊκά και στις γύψινες διακοσμήσεις του ελ Μαφτζάρ.
Η περίοδος των Σταυροφοριών άφησε και αυτή πάμπολλα καλλιτεχνικά ίχνη στην Ι., τα σπουδαιότερα από τα οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή μέσα στα όρια του Ισραήλ. Πολλές βυζαντινές εκκλησίες κατασκευάστηκαν εκείνη την εποχή, ουσιαστικά από την αρχή, και εμφανίζονται σήμερα με ρωμανικό μανδύα. Τα πιο έξοχα δείγματα είναι στην Ιερουσαλήμ: οι Ναοί του Παναγίου Τάφου, της Αγίας Άννας, της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικής τεχνοτροπίας. Από την επισκευή που πραγματοποίησαν οι Σταυροφόροι στον Ναό της Γέννησης, στη Βηθλεέμ, διατηρούνται αρκετά κομμάτια. Στην Κουμπέιμπα μπορεί και σήμερα να δει κανείς τα σπίτια του χωριού των Σταυροφόρων. Το αξιολογότερο μνημείο της εποχής των Σταυροφοριών στην ανατολική Ι. είναι το φρούριο του Καράκ, με τις θολωτές σκεπαστές γαλαρίες του, συνδεδεμένες με αψίδες και εσωτερικούς χώρους, ένας από τους οποίους είναι κυκλικός και καλύπτεται με τρούλο.
Η τελευταία μεγάλη καλλιτεχνική περίοδος υπήρξε η οθωμανική. Οι ριζικές μετασκευές που έγιναν στα τεμένη της Ιερουσαλήμ τον 16ο αι. και συνοδεύτηκαν από ορισμένα νέα οικοδομικά έργα, όπως η κρήνη του Σουλεϊμάν κοντά στην Τριπλή Πύλη και η υπέροχη Πύλη της Δαμασκού, καθώς και η ανακατασκευή των ογκωδών τειχών της πόλης, συνέβαλαν σημαντικά στο να αποκτήσει η Ιερουσαλήμ τη σημερινή της όψη. Πρόσφατα τουρκικά μνημεία, ανάμεσα στα οποία ο Νέος Μεντρεσές και το Νέο Τέμενος, εμφανίστηκαν στο Καράκ μετά το 1893.
Στη σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να μνημονευθεί η πρόσφατη ανάπτυξη του Αμμάν, η οποία άρχισε από το 1950. Από τα έργα κοινής ωφελείας της πρωτεύουσας θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ιδιαίτερα το εντυπωσιακό συγκρότημα του Κέντρου Νεότητας Χουσεΐν, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μεγάλο αριθμό κτιρίων και εγκαταστάσεων –αίθουσες διαλέξεων, στάδια και άλλες εγκαταστάσεις αθλητισμού ή αναψυχής– σε εντελώς μοντέρνο στιλ, κατά το οποίο η παραδοσιακή αραβική αρχιτεκτονική δεν έχει θέση παρά μόνο σε μερικές δευτερεύουσες λεπτομέρειες.
Όσο για τη ζωγραφική, δεν έχει βρει ακόμα στην Ι. έναν αυτόνομο λειτουργικό χώρο. Ο μοναδικός σημαντικός καλλιτέχνης που βρίσκεται στην Ι. είναι ο Μουσταφά Αλχαλάτζι, οι πίνακες του οποίου είναι διαποτισμένοι από ένα έντονο πολιτικό μήνυμα υπέρ της παλαιστινιακής υπόθεσης.Οι παραδοσιακές δραστηριότητες και η οικογένεια. Στις ιορδανικές παραδόσεις σημαντικό ρόλο παίζει η νομαδική ζωή. Εκτός από τους τυπικούς Ιορδανούς νομάδες υπάρχουν στην Ι. και χριστιανικές νομαδικές φυλές, όπως για παράδειγμα οι φυλές του Καράκ, που εμφανίζουν ωστόσο τάσεις να γίνουν ημινομαδικές. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει με εντελώς παραδοσιακό τρόπο· ιδιαίτερα οι νομάδες δεν έχουν αλλάξει τρόπο ζωής εδώ και αιώνες. Οι Ιορδανοί της Ανατολής είναι μια φυλή που κατάγεται από τους βεδουίνους, ενώ εκείνοι της Δύσης είναι αποτέλεσμα πολλών διασταυρώσεων. Οι δύο μεγάλες νομαδικές φυλές αποτελούνται από τους Μπενί Σακρ και τους Χουβεϊτάτ, η συμβολή των οποίων στην εδραίωση του σημερινού βασιλείου της Ι. στάθηκε σημαντική. Όπως σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, οι νομάδες αποκαλούν τους μόνιμα εγκατεστημένους σε κάποιο μέρος ανθρώπους χαντάρ και τους εαυτούς τους ρουχάλ, ενώ πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι οι μόνοι που έχουν δικαίωμα να λέγονται αράμπ. Οι ημινομάδες, καθώς και οι νομάδες που δεν είναι πολύ ισχυροί, είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν το χουβάχ, έναν φόρο προστασίας που καταβάλλεται στους ισχυρότερους από τους βεδουίνους. Υπάρχουν έπειτα οι εσ-σλεμπ, που αποτελούνται από ομάδες χορευτών, τραγουδιστών, χειροτεχνών και πορνών, οι οποίοι προσκολλώνται κατά διαστήματα σε διάφορες πλούσιες φυλές. Τέλος, υπάρχουν οι σούνα, που ανήκουν σε μια κατώτερη κοινωνική τάξη.
Στις νομαδικές φυλές, η κοινότητα είναι η οικογένεια· πράγματι, οι κοινότητες που μετακινούνται από τόπο σε τόπο είναι οι χαμούλαχ, οικογένειες που συχνά σχηματίζουν ομάδες από πέντε μέχρι δέκα τέντες. Ο σεΐχης (ες-σεΐχ) είναι η κεφαλή της φυλής και την κυβερνά με τη βοήθεια του ματζλίς, του συμβούλου της φυλής. Το κύρος του σεΐχη εξαρτάται από την προσωπικότητά του. Η διαδοχή είναι κληρονομική, μερικές φορές όμως συμβαίνει ο ματζλίς να έχει τη γνώμη ότι πρέπει ο αρχηγός της φυλής να εκλεγεί από άλλη οικογένεια. Αν το ίδιο το συμβούλιο δεν μπορεί να συμφωνήσει και αν τα μισά από τα μέλη της φυλής θέλουν για αρχηγό ένα πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που έχει υποδειχθεί, τότε η ίδια η φυλή χωρίζεται και κάθε χαμούλαχ ακολουθεί τον αρχηγό που επέλεξε.
Σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο, ο άντρας δικαιούται τέσσερις συζύγους, συνήθως όμως, για οικονομικούς λόγους, αρκείται στις δύο. Σήμερα, ωστόσο, οι νέοι στρέφονται προς τη μονογαμία, ακολουθώντας το παράδειγμα του βασιλιά και των μεγάλων οικογενειών του τόπου.
Όσον αφορά τις ιεροτελεστίες, υπάρχουν δύο που προηγούνται του γάμου: η πρώτη λέγεται Χίτμπα και είναι ο ανεπίσημος αρραβώνας, κατά τον οποίο συγκεντρώνονται μόνο μερικοί συγγενείς και φίλοι στο σπίτι της μέλλουσας νύφης· η άλλη, το Κατμπ ελ-Κετάμπ είναι η υπογραφή του γαμήλιου συμφωνητικού· στη δεύτερη αυτή τελετή πρέπει να λάβει μέρος και ένας υπάλληλος του Σαρ‘α, του θρησκευτικού δηλαδή μουσουλμανικού δικαστηρίου.
Η θέση της γυναίκας είναι ακόμα πολύ μειονεκτική και οι δυνατότητες που έχει η Ιορδανή για ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή είναι ελάχιστες. Ένα παράδειγμα των συνθηκών κάτω από τις οποίες ζει είναι και το γεγονός ότι για να τη χωρίσει ο μουσουλμάνος σύζυγος δεν έχει παρά να πει τρεις φορές, μπροστά σε δύο μάρτυρες, τη φράση «χωρίζω από σένα». Η γυναίκα, αντίθετα, ούτε να αντιδράσει μπορεί ούτε να πάρει εκείνη την πρωτοβουλία του διαζυγίου.
Η γυναίκα που φέρνει στον κόσμο αρσενικά παιδιά γίνεται αντικείμενο μεγάλης εκτίμησης και, προπάντων, παύει να είναι σκλάβα της πεθεράς της. Η άτεκνη γυναίκα θεωρείται καταραμένη από τον θεό, γιατί, αν μείνει χωρίς απογόνους, είναι υποχρεωμένη να δεχτεί να πάρει ο άντρας της δεύτερη γυναίκα. Μετά τη γέννηση του μωρού, αν είναι αγόρι, η μάνα μένει σκλάβα του παιδιού της για δύο έως τρία χρόνια επειδή τόσο είναι το χρονικό διάστημα που θηλάζουν οι γιοι των Αράβων. Τα μικρά κορίτσια, αντίθετα, η μητέρα τους τα αποκόβει σε ηλικία ενός ή το πολύ δύο ετών. Παλιά, για να μορφωθούν τα παιδιά, οι γονείς τα έστελναν στον χάτεμπ, ο οποίος ήταν κάτι μεταξύ λαϊκού παπά, δασκάλου και γραμματέα της κοινότητας και ο οποίος τους μάθαινε να διαβάζουν και να ερμηνεύουν το Κοράνι. Σήμερα, όμως, σε πολλά χωριά υπάρχουν σύγχρονα κρατικά σχολεία, όπου παρέχεται δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση.
Οι Σαμαρείτες και οι Κιρκάσιοι, δύο λαοί με αρχαία καταγωγή. Οι Σαμαρείτες, για τους οποίους τόσο συχνά γίνεται λόγος στα Ευαγγέλια, αποτελούν σήμερα μια μικρή κοινότητα περίπου διακοσίων ατόμων. Ζουν σχεδόν όλοι τους γύρω από τη Ναμπλούς, κοντά στο ιερό όρος Γαριζίν, με τους ιερείς της φυλής του Ααρών, με τα βιβλία και το χιλιόχρονο αλφάβητό τους και με μια φιλολογία σε τρεις γλώσσες, η καθεμία από τις οποίες πήρε διαδοχικά τη θέση της άλλης στο πέρασμα των αιώνων: την εβραϊκή, την αραμαϊκή και την αραβική. Η καταγωγή των Σαμαρειτών ανάγεται, σύμφωνα με την παράδοση, στην εποχή της διαίρεσης του εβραϊκού βασιλείου –στο κράτος του Ισραήλ στον βορρά και στο κράτος του Ιούδα στον νότο– καθώς και στη διαμάχη ανάμεσα σε εκείνους που επέστρεφαν από τη Βαβυλώνα αποφασισμένοι να ξαναχτίσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ και σε εκείνους που κατοικούσαν στον βορρά. Οι τελευταίοι αυτοί έσφιγγαν από τότε όλο και περισσότερο τον κλοιό τους γύρω από το ιερό βουνό Γαριζίν, κοντά στη σημερινή Ναμπλούς, στο οποίο και οικοδομήθηκε ένας ναός. Η θρησκεία τους δεν είναι, όπως θεωρούν πολλοί, δανεισμένη από τον ιουδαϊσμό: πρόκειται για δύο θρησκείες, που ενώ είχαν κοινή προέλευση, ακολούθησαν μετά διαφορετική εξέλιξη. Η θρησκεία των Σαμαρειτών θα μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στην εβραϊκή και στον χριστιανισμό· γεννημένη από την Πεντάτευχο, που στάθηκε απλώς η αφετηρία για την ανάπτυξη στα ειδικότερα θέματα δικών της νόμων, η θρησκεία αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με τη βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφίας και αργότερα της χριστιανικής διδασκαλίας. Στη λατρεία των Σαμαρειτών διατηρείται ο εορτασμός του Πάσχα, στη διάρκεια του οποίου οι πιστοί πηγαίνουν πάντα στο ιερό όρος Γαριζίν, λίγο πριν από τα ερείπια του Ναού. Εκεί ετοιμάζουν μεγάλα καζάνια για να βράσουν νερό, ενώ ταυτόχρονα ανοίγουν έναν βαθύ λάκκο σαν τους φούρνους των πρωτόγονων λαών. Ο Μέγας Αρχιερέας αρχίζει να απαγγέλλει τον Νόμο, τις προσευχές και τους ύμνους της παραδοσιακής λειτουργίας, ακριβώς με τη δύση του Ήλιου. Ακολουθεί η τελετουργική σφαγή των αρνιών, που θανατώνονται σύμφωνα με τους αρχαίους κανόνες. Όταν τα ζώα ψηθούν, ο λαός αρχίζει να τρώει σύμφωνα με έθιμο, το οποίο, όπως λένε, πηγάζει από την Αγία Γραφή και μεταδίδεται από πατέρα σε γιο.
Οι Κιρκάσιοι, από την άλλη πλευρά, ήταν κάποτε ένας λαός πολεμιστών, καβαλάρηδων και κτηνοτρόφων, οι οποίοι σήμερα έχουν προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις. Ανάμεσά τους υπάρχουν πολλοί άξιοι τεχνικοί και μηχανικοί. Πρόκειται για σουνίτες και μουσουλμάνους με καταγωγή από τον Καύκασο. Οι Κιρκάσιοι έχουν διαφορετικές συνήθειες από τους Άραβες, χρησιμοποιούν το δρεπάνι και το άροτρο, δεν υποχρεώνουν τη γυναίκα να δουλεύει, τα σπίτια τους έχουν σύγχρονη εμφάνιση, τρώνε πολύ κρέας και, αντίθετα με τα αραβικά έθιμα, δεν νιώθουν συγκίνηση μπροστά στον θάνατο. Όταν πεθάνει ο πατέρας, κληρονομεί τα πάντα ο μεγαλύτερος γιος. Ωστόσο, πρόκειται για συνήθειες που σιγά-σιγά χάνονται, καθώς οι Κιρκάσιοι αρχίζουν και αυτοί να παντρεύονται γυναίκες αραβικής καταγωγής και να ντύνονται ευρωπαϊκά.
Η κατασκευή των σπιτιών. Τα χωριατόσπιτα είναι φτιαγμένα με πλίθρες από άψητη άργιλο, αναμεμειγμένη με άχυρο και βοδινή κοπριά· η σκεπή τους είναι επίπεδη, σκεπασμένη με κλαριά και χώμα. Το σπίτι έχει ένα ή δύο δωμάτια, καθώς και μια αυλή τριγυρισμένη από μαντρότοιχο δίχως πόρτα, όπου μένουν τα ζώα. Τα δωμάτια είναι σχεδόν χωρίς έπιπλα, ενώ τα πολυάριθμα στρώματα και χαλιά τους, στη διάρκεια της ημέρας, τυλίγονται σε ρολό. Στα βουνά, αντίθετα, τα σπίτια είναι χτισμένα με πέτρα και ασβέστη. Τα δωμάτια έχουν θολωτό ταβάνι· έτσι εξωτερικά το σπίτι εμφανίζει επίπεδη στέγη με ένα είδος τρούλου στη μέση. Υπάρχει επίσης ένα οίκημα για τους ξένους, συνιδιοκτησία όλων των κατοίκων του χωριού, που ονομάζεται μανταϊφάχ. Το οίκημα αυτό, εκτός του ότι χρησιμεύει για να στεγάζονται οι φιλοξενούμενοι, είναι συνάμα και χώρος συνάντησης για τους άντρες του χωριού, οι οποίοι έρχονται σε αυτό για να πιουν καφέ, να καπνίσουν και να συζητήσουν. Στην ανατολική Ι. υπάρχουν και νομαδικές φυλές, που κατασκευάζουν ψάθινες καλύβες, τις οποίες εγκαταλείπουν φεύγοντας.
Όλες οι θρησκείες της Ι. έχουν τις παραδοσιακές γιορτές τους, με τις ιδιαίτερης σημασίας λεπτομέρειές τους και το ποικίλο τυπικό τους. Μια γιορτή κοινή σε περισσότερες από μία θρησκείες είναι η θυσία του μοσχαριού ή πιο συχνά, για λόγους οικονομίας, του αρνιού. Όταν θυσιάζεται το ζώο, ακολουθεί συνήθως μεγάλο τραπέζι, στο οποίο παίρνουν μέρος φίλοι και συγγενείς. Συχνά, αυτή η συνεστίαση αποτελεί μια καλή ευκαιρία συμφιλίωσης ανάμεσα σε γείτονες ή συγγενείς ύστερα από έναν καβγά, γεγονός που είναι αρκετά συνηθισμένο. Καμιά φορά το τραπέζι γίνεται με την ευκαιρία της γέννησης ενός παιδιού. Σε αυτή την περίπτωση, πηγαίνει κανείς ένα αρνί σε έναν συγγενή ή σε έναν φίλο· το δώρο αυτό λέγεται κανάντ και είναι σημάδι ειρήνης και συμφιλίωσης.
Στους νομάδες τα γλέντια έχουν αρχαίο και πρωτόγονο χαρακτήρα, όπως τα τραγούδια και οι αφηγήσεις, τις οποίες οι πλανόδιοι τραγουδιστές συνοδεύουν με το ραμπάμπ, ένα είδος αραβικού βιολιού με μία ή δύο χορδές, που δίνει μια μελωδία γεμάτη παράπονο. Στις χωριάτικες γιορτές, ανάμεσα στους περιπλανώμενους αυτούς τραγουδιστές γίνονται διαγωνισμοί μουσικής και ποίησης, με αυτοσχέδιες μελωδίες και στίχους τους οποίους συνθέτουν ειδικά για την περίσταση. Οι τραγουδιστές είναι πρόσωπα πολύ σημαντικά, έχουν σημαντική θέση σε όλα τα πανηγύρια και απαγγέλλουν τις μπαλάντες του Αντάρ, ενός από τους πιο αγαπημένους στον λαό ήρωες· ένας τραγουδιστής-παραμυθάς, ωστόσο, δεν περιορίζεται μονάχα στις διηγήσεις, αλλά μιμείται, τραγουδά, χορεύει και δημιουργεί μόνος του ένα πλήρες πρόγραμμα.
Οι λαϊκοί ιορδανικοί χοροί, ξενόφερτοι όλοι, είναι η ντάμπκα –χορός λιβανέζικος στην καταγωγή του– ο χορός του καφέ, που έρχεται από το Ιράκ, και ο χορός των σπαθιών, πατρίδα του οποίου είναι η Δαμασκός. Στις πόλεις οι ψυχαγωγίες περιορίζονται σε δύο: στο καφενείο, όπου γίνονται δεκτοί μόνο άντρες και στον κινηματογράφο, όπου μπορούν να πάνε και οι γυναίκες.
Η χειροτεχνία. Τα σπουδαιότερα χειροτεχνήματα είναι τα αντικείμενα από πηλό που συνήθως διακοσμούνται με ρίγες σε ένα ή δύο χρώματα. Όσο για τα είδη που είναι δουλεμένα σε μέταλλο, κοσμήματα ή σκεύη του νοικοκυριού, φανερώνουν την επιρροή που έχουν δεχθεί από την τέχνη της Συρίας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα είδη από γυαλί:καντηλέρια και λάμπες για τα τζαμιά και για τα σπίτια, γυάλινα βάζα, πιάτα και ποτήρια καθημερινής χρήσης. Φυσικά, δεν λείπουν και τα χειροποίητα χαλιά, στα οποία επίσης παραμένει έντονη η επίδραση της Συρίας.
Στην κατεργασία των δερμάτων, οι προβιές που χρησιμοποιούνται κυρίως είναι των κατσικιών και της καμήλας· με τα δέρματα αυτά κατασκευάζουν παπούτσια, παντόφλες, ζώνες, πορτοφόλια, καθίσματα και μαξιλάρια.
Υπάρχουν επίσης τα χειροτεχνήματα από ξύλο, τα οποία συνήθως διακοσμούνται με την ενσωμάτωση ψηφίδων· η τέχνη αυτή χρησιμοποιείται στη διακόσμηση των τζαμιών αλλά και στα έπιπλα. Τέλος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς κλάδους της ιορδανικής χειροτεχνίας είναι τα αντικείμενα που κατασκευάζονται από κοχύλια, εικόνες που παριστάνουν αγίους ή άλλα ιερά είδη, όμορφα στολισμένα κουτιά ή μικρές φιγούρες ζώων, όπως η καμήλα και το άλογο.Στον τομέα της ενδυμασίας, η Ι. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, που περιλαμβάνει από το ευρωπαϊκό ντύσιμο μέχρι τον μακρύ βιβλικό χιτώνα των βοσκών. Στην ύπαιθρο, αντί για παντελόνια, οι άντρες φορούν έναν λευκό χιτώνα και από πάνω έναν μανδύα ή άμπα (γι’ αυτό στους τόπους αυτούς ο Άραβας λέγεται και αμπάγιαχ)· ο μανδύας έχει καφέ χρώμα ή καφέ με μαύρες ρίγες, ενώ το κεφάλι σκεπάζεται με ένα τουρμπάνι ή ένα μεγάλο μαντίλι. Το ρούχο των βεδουίνων, εξάλλου, έχει πολύ φαρδιά μανίκια που φτάνουν μέχρι την άκρη του χεριού, ενώ οι φελαχίν (χωρικοί) φορούν ρούχα με κοντά μανίκια.
Οι Κιρκάσιοι φορούν πουκαμίσα με κλειστό σηκωτό γιακά, παντελόνια με μάλλινο ή μεταξωτό ζωνάρι δεμένο στη μέση, γιλέκο και μακρύ πανωφόρι από μάλλινη τσόχα, ανοιχτό στον λαιμό, με μια σφιχτή δερμάτινη ζώνη από την οποία κρέμεται ένα μακρύ ακονισμένο μαχαίρι, το οποίο βρίσκεται μέσα σε δερμάτινη ή μεταλλική θήκη. Στο κεφάλι φορούν έναν κωνικό γούνινο σκούφο και στα πόδια μπότες.
Οι βεδουίνοι κάτω από την άμπα φορούν μακριά λευκή πουκαμίσα, με μακριά μανίκια, που λέγεται τομπ· το κεφάλι καλύπτεται με ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα, γνωστό ως κεφιάχ, που συγκρατείται με ένα κορδόνι, το ακάλ. Συνηθίζουν να πλέκουν τα μαλλιά τους και να αφήνουν μούσι. Οι γυναίκες φορούν πολύ μακρείς χιτώνες, οι οποίοι συγκρατούνται στη μέση από μια μάλλινη ζώνη και από πάνω έναν καφέ ή μαύρο μανδύα, ποτέ όμως ριγωτό. Στολίζονται με πάρα πολλά κοσμήματα, περιδέραια και βραχιόλια, τα οποία φορούν ακόμα και γύρω από τους αστραγάλους. Βάφουν τα μάτια τους με κολ (ένα είδος πούδρας από αντιμόνιο) και τα χέρια τους με χενέ· οι ηλικιωμένες βάφουν με χενέ και τα μαλλιά τους. Στις βεδουίνες αρέσουν πολύ και τα τατουάζ, με τα οποία στολίζουν το σαγόνι, τα μάγουλα, τα χέρια, τα μπράτσα και τις κνήμες.Στην Ι. υπάρχει μικρή ελληνική κοινότητα, η οποία το 2001 αριθμούσε περίπου 400 μέλη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων.
Άποψη της πόλης του Αμμάν (φωτ. ΑΠΕ).
Το κυνήγι με γεράκι είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους ψυχαγωγίας για τους άντρες της ερήμου.
Αρχαιολογικός χώρος της Γέρασα (φωτ. ΑΠΕ).
Το πιο μνημειώδες κτίσμα των βράχων στην Πέτρα είναι το ελ-Χάζνε ή «Θησαυρός του φαραώ», με την πλούσια διακοσμημένη διώροφη πρόσοψη.
Απολίθωμα ψαριού 70 εκατ. ετών, που βρέθηκε στο Αμμάν το 1995.
Το αμφιθέατρο και η αγορά στο σύμπλεγμα της Γέρασα (2ος-3ος αι. μ.Χ.).
Μωσαϊκό της βυζαντινής περιόδου από το Αμμάν (φωτ. ΑΠΕ).
Ερείπια ναού της ρωμαϊκής εποχής στο Αμμάν (φωτ. ΑΠΕ).
Μνημειώδης πέτρινη πρόσοψη, με τάφους σκαμμένους μέσα στους βράχους, στην πόλη της Πέτρας.
Τα ερείπια της Φιλαδέλφειας (σημερινό Αμμάν), που κατακτήθηκε από τους Σελευκίδες τον 2ο αι. π.Χ.
Η ιστορική συνάντηση του τέως βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Σιμόν Πέρες στο Αμμάν, στις 7 Δεκεμβρίου του 1995.
Συνεδρίαση του κοινοβουλίου της Ιορδανίας (φωτ. ΑΠΕ).
Ο βασιλιάς Αμπντουλάχ και η οικογένειά του (φωτ. ΑΠΕ).
Ο βασιλιάς Χουσεΐν, σημαντική μορφή του αραβικού κόσμου κατά τη μεταπολεμική περίοδο (φωτ. ΑΠΕ).
Καταστροφές στο Αμμάν από τις μάχες του τακτικού στρατού της Ιορδανίας, με σκοπό την απομάκρυνση των Παλαιστίνιων προσφύγων από τη χώρα το 1970.
Ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπντουλάχ (αριστερά), στη διάρκεια μιας στρατιωτικής επιθεώρησης.
Ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν (1935-99).
Ερείπια φρουρίου με πλούσια διακοσμητικά στοιχεία, δείγμα αρχιτεκτονικής της περιόδου των Ομεϊάδων, στη Χίρμπετ-ελ-Μαφιάρ, κοντά στην Ιεριχώ.
Χαρτονόμισμα του 1 ιορδανικού δηναρίου, που εκδόθηκε το 2001.
Φτωχή σε πρώτες ύλες, η ιορδανική βιομηχανία εμφανίζεται ακόμα ελάχιστα ανεπτυγμένη, παραμένοντας σε ένα ημιβιοτεχνικό επίπεδο.
Ο τουρισμός στην Ιορδανία παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη. Η περιοχή του κόλπου της Άκαμπα είναι από τα πιο δημοφιλή τουριστικά θέρετρα της χώρας (φωτ. ΑΠΕ).
Μία αστυνομική περίπολος με καμήλες στην έρημο.
Άποψη μιας συνοικίας του Αμμάν, πρωτεύουσα της Ιορδανίας.
Βεδουίνα με τη χαρακτηριστική ενδυμασία της.
Μέλη της βασιλικής οικογένειας της με τα παραδοσιακά αραβικά μαντήλια (φωτ. ΑΠΕ).
Κατασκήνωση νομάδων στην έρημο, με τις χαρακτηριστικές τους κωνικές σκηνές.
Τυπικό χωριό της νότιας Ιορδανίας· η παρουσία του νερού είναι φανερή από την ύπαρξη δενδρώδους βλάστησης.
Δορυφορική φωτογραφία περιοχής με αλυκές στη Νεκρά θάλασσα (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Τυπικοί γεωλογικοί σχηματισμοί κοντά στην περιοχή της Πέτρας.
Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)
Τμήμα της κοιλάδας του Ιορδάνη, κοντά στις εκβολές του στη Μαύρη θάλασσα.
Φρούριο χτισμένο από τους Σταυροφόρους κοντά στο Σαουμπάκ.
Μερική άποψη αστικών συνοικισμών του Αμμάν, της πρωτεύουσας της Ιορδανίας.
Dictionary of Greek. 2013.